ΚΑΛΥΜΝΟΣ:
*Νικήτας Σκ.Καραφυλλάκης, Εκπαιδευτικός, Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Μαράσλειος Παιδαγωγική
Μετά την ήττα και παράδοση των Ιταλών στους Γερμανούς, τον Σεπτέμβρη του 1943, ο νέος κατακτητής των νησιών μας προσπάθησε να παρουσιάσει ένα πρόσωπο πιο ανθρώπινο και φιλικό – αυτό γίνεται πάντα από τον κάθε καινούργιο εισβολέα – από εκείνο το απαίσιο και σκοτεινό του φασισμού που δεν σεβάστηκε τα όσια και ιερά των Δωδεκανησίων. Τα σχολεία ξαναλειτούργησαν και τα ορθόδοξα χριστιανικά φρονήματα των νησιωτών έγιναν σεβαστά. Η επικοινωνία των κατοίκων τους με την υπόλοιπη χώρα αποκαταστάθηκε. Όμως οι στερήσεις βασικών αγαθών έγιναν μεγαλύτερες και ο υποσιτισμός και η πείνα θέριζαν ανελέητα, οδηγώντας τους Καλύμνιους στον θάνατο ή την προσφυγιά. Μόνο οι λιγοστοί κάτοικοι των μικρών οικισμών, στο Βαθύ, το Άργος, τ’ Αργινώντα, τα Σκάλια, τον Εμπορειό, την Τέλεντο και την Ψέριμο που είχαν ζώα ή κτήματα, παρέμειναν στον τόπο τους, λίγοι ψαράδες και όσοι διέθεταν και παρέδιδαν τιμαλφή και ακίνητα στους μαυραγορίτες για λίγο αλεύρι ή λάδι. Και εκείνοι που μπορούσαν να ταξιδεύουν με βάρκες στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, για να ανταλλάσσουν χρήσιμα είδη με τρόφιμα και κάθε φορά με κίνδυνο να χαρακτηριστούν κατάσκοποι, να συλληφθούν, να οδηγηθούν στις φυλακές ή να εκτελεστούν. Ήταν η μόνη ελπίδα που απόμενε σ’ εκείνους τους συμπατριώτες μας που ήξεραν να κουμαντάρουν τον καιρό, να μανουβράρουν τα κύματα, να διαβάζουν και να ερμηνεύουν τις θέσεις των αστεριών, τους κύκλους του φεγγαριού, το χρώμα και την πορεία που ακολουθούν τα σύννεφα. Να γνωρίζουν τους κάβους και τα θαλασσινά ρέματα, να ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους ανάμεσα σε Γερμανούς και θάλασσα, προκειμένου να αποφύγουν τον ξεριζωμό.
Ένας τέτοιος έμπειρος ναυτικός ήταν ο Λεωνίδας Καραφυλλάκης. Προπολεμικά, όταν γύρισε από την Αμερική τραυματισμένος στις μπογιές, έγινε καπετάνιος σε μεταφορικό σκάφος, ένα ξύλινο ευθύπλωρο καΐκι, κομψό και καλλίγραμμο. Δεν ήταν δικό του. Τα μεγαλύτερα όμως από τα 18 εγγόνια του έτσι το νιωθαν και το καμάρωναν, όταν κολυμπούσαν δίπλα του, στο δεύτερο καρνάγιο της Καλύμνου πίσω από το Τελωνείο, όπου παρέμενε τραβηγμένο μαζί με άλλα σφουγγαράδικα σκάφη.
Στο τέλος του 1943, μόλις οι Ναζιστές πήραν τη σκυτάλη διαδοχής στα Δωδεκάνησα από τους Φασίστες, τους πρώην συμμάχους (8 Σεπτεμβρίου) και τους Άγγλους, μετά από την αιματηρή μάχη της Λέρου, ένα μήνα αργότερα (16 Νοεμβρίου), σε αντίθεση με τους Ιταλούς, επέτρεψαν στους νησιώτες να ταξιδεύουν με πλοιάρια χωρίς….μηχανή στα γύρω νησιά και μάλιστα με ελληνική σημαία για την επιβίωσή τους! Η πείνα είχε χτυπήσει και τη δική τους πόρτα και είχαν αρχίσει και οι ίδιοι να ψάχνουν και να “απλώνουν” τα χέρια τους παντού για να τη θεραπεύουν!…Όσα πλεούμενα διέθεταν μηχανές τα είχαν επιτάξει οι νέοι κατακτητές, για να μην εκτελούν αποστολές κατασκοπείας υπέρ των Άγγλων, αλλά και για τις δικές τους επισιτιστικές και στρατιωτικές ανάγκες.
Την περίοδο εκείνη αρκετοί Καλύμνιοι αποφάσισαν να ταξιδεύουν με μεγάλες σφουγγαράδικες βάρκες*, με κουπιά και με πανί, σε νησιά που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα της ιταλικής πολιτικής διοίκησης, η οποία εξακολουθούσε να ισχύει στα Δωδεκάνησα: δυτικά, στην Αμοργό και τη Νάξο, βόρεια στην Ικαρία και τη Σάμο! Για να προμηθεύονται τρόφιμα, για τα οποία πρόσφεραν σε ανταλλαγή καπνά, σιγαρόχαρτα, σπίρτα, αλλά κυρίως παλιά ελαστικά αυτοκινήτων, από τα οποία ο κόσμος κατασκεύαζε φθηνά και ανθεκτικά παπούτσια με λαστιχένιες σόλες…
Στο τέλος του ’43, λοιπόν, και ολόκληρο το ’44 – ο Λεωνίδας βρήκε μια βάρκα, η οποία ήταν παροπλισμένη, γιατί την εγκατέλειψε ο ιδιοκτήτης, φεύγοντας για Παλαιστίνη. Με “πλήρωμά” τρεις άνδρες, τον ξυλουργό γιο του Σκεύο, πατέρα 4 μικρών παιδιών, τον έμπορο Γιώργο Ζουμή και τον ναυτικό πράκτορα Γιώργο Καπελλά, αδελφό της Νίκης, η οποία είχε παντρευτεί τον πρωτογιό του Αντώνη, τον ζωγράφο, και μια …μικρή ελληνική σημαία στην πλώρη ξεκίνησαν τα “εμπορικά” τους δρομολόγια…
Ήταν η τελευταία τους ελπίδα, πριν ακολουθήσουν και αυτοί τον δρόμο της προσφυγιάς, όπως έκαναν 7.500, περίπου, συμπατριώτες τους, ερημώνοντας το νησί.
Όλοι τους άνεργοι, αφού ο πόλεμος είχε νεκρώσει κάθε επαγγελματική απασχόληση. Εμπόριο δεν υπήρχε και το ορεινό και άγονο νησί τους δεν ήταν σε θέση να τους δώσει τα στοιχειώδη βασικά αγαθά διατροφής, για να παραμείνουν ζωντανοί κοντά του. Έτσι, υποχρεώθηκαν να πάρουν τη μεγάλη απόφαση, να ρισκάρουν τη ζωή για να επιβιώσουν στον τόπο τους. Να μην γίνονται καθημερινά μάρτυρες σε εικόνες εξαθλίωσης που μαύριζαν τις ψυχές τους ζώντας μέσα στο δράμα της πείνας και του θανάτου.
Σε κάποιο από εκείνα τα επικά ταξίδια, με φορτωμένη τη βάρκα και φουρτουνιασμένη τη θάλασσα, καπετάνιος και τριμελές πλήρωμα έδεσαν παλαμάρι, λίγο πριν σκοτεινιάσει, σε μώλο της Νάξου, στο μεγάλο εύφορο κυκλαδίτικο νησί. Οι “ναύτες” έβρεξαν από μια σφουγγαράδικη γαλέττα, πήραν και από λίγες ελιές για βραδινό κι έμειναν στη βάρκα για ύπνο και προστασία των “αγαθών” που έφεραν μαζί τους.
Ο καπετάνιος έπρεπε να βγει, να συναντήσει νησιώτες, να δηλώσει “παρών” και να ζητήσει να του υποδείξουν πού και πώς θα μπορούσε να διαθέσει το εμπόρευμά του, να γίνει γνωστή η άφιξη του σκάφους από τα “σκλαβωμένα εδώ και έξι αιώνες νησιά, να πετύχει η αποστολή τους. Γνώριζε ο Λεωνίδας, πόσο δυσεύρετα και περιζήτητα ήσαν τα είδη τους και τι μεγάλη διαφορά κόστους υπήρχε ανάμεσα στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου και στα “Isole italiane dell Egeo” **, όπως είχαν ονομάσει οι κατακτητές τα Δωδεκάνησα. Δεν θα είχαν καμιά δυσκολία να βρουν πελάτες, αρκεί να το είχαν πληροφορηθεί.
Βαδίζοντας προς τον οικισμό συνάντησε δύο Ναξιώτες. Τους καλησπέρισε και ζήτησε τη βοήθειά τους. Εκείνοι τον καλωσόρισαν και με προθυμία που του προκάλεσε ευχάριστη έκπληξη τον οδήγησαν σε κεντρική καφενοταβέρνα, για να τον κεράσουν ένα ποτό και να τον φέρουν σε επαφή με ανθρώπους οι οποίοι θα εκδήλωναν ενδιαφέρον για την πραμάτεια τους. Κάθισαν μαζί στο ίδιο τραπέζι κι έδωσαν παραγγελία για τρία ποτηράκια ρακί και λίγο μεζεδάκι.
Οι δύο ντόπιοι ενημέρωσαν τους συντοπίτες τους για την άφιξη του καπετάνιου από το νησί των σφουγγαράδων, τους οποίους γνώριζαν και θαύμαζαν προπολεμικά για το σκληρό και ηρωικό τους επάγγελμα. Τον προσφωνούσαν διαρκώς με το, “φίλε μου”, “καπετάνιο μου”, “δικέ μου”, “Λεωνίδα μου”, πίνοντας στην υγειά του και στην λευτεριά της πατρίδας, για την οποία υπήρχε πια διάχυτη η ελπίδα ότι πλησίαζε, μετά και την παράδοση της Ιταλίας!
Η ώρα περνούσε και οι παραγγελίες για ένα ακόμη ποτηράκι με τα συνοδευτικά του συνεχίζονταν, ενώ οι ντόπιοι άρχισαν σιγά- σιγά να αραιώνουν. Κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο “φίλους” ζήτησε να πάει στην εξωτερική τουαλέτα του καφενείου. Πέρασε λίγη ώρα χωρίς να επιστρέψει! Ο δεύτερος ζητάει συγνώμη και βγαίνει για να τον αναζητήσει, μήπως κι έπαθε κάτι… Κανένας τους δεν γύρισε! Ο Καλύμνιος καπετάνιος άρχισε να ανησυχεί. Στην αρχή, μην έπαθαν κάτι, και στη συνέχεια, τι θα γινόταν με τον λογαριασμό που αδυνατούσε να πληρώσει, σε περίπτωση που θα είχαν σκόπιμα εξαφανιστεί, όπως άρχισε να υποψιάζεται!… Πλησίαζαν μεσάνυκτα. Μάταια ο Λεωνίδας περίμενε να επιστρέψουν “οι “συντρόφοι του”! Είχε πια καταλάβει ότι είχε πέσει θύμα και πως οι άγνωστοι δεν ήσαν Καλύμνιοι που μπορούσαν να δώσουν και το υστέρημά τους, για να φιλοξενήσουν ή να φιλέψουν κάθε λογής πατριώτες, με τους οποίους αντάλλασσαν μια καλημέρα και από τους οποίους άκουγαν έναν καλό λόγο.
Όταν έμεινε μόνος και ο καφετζής έβλεπε τον “ξενομερίτη” να μη βιάζεσαι να φύγει, τον πλησίασε μαζί με τον γιο του, και τον ενημέρωσε πως είναι ώρα να κλείσουν και του έδωσαν τον λογαριασμό! Ο καπετάνιος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να τους εξηγήσει πως οι άλλοι δύο της παρέας τον κάλεσαν και τα χρήματα που είχε δεν επαρκούσαν να πληρώσει ούτε το μερίδιο που του αναλογούσε! Δεν τον πίστεψαν. Τον άρπαξαν στα χέρια τους! Δεν δυσκολεύτηκαν να τον ρίξουν στο πάτωμα! Ψηλός και εύσωμος καθώς ήταν ο καταστηματάρχης, σε αντίθεση με τον Λεωνίδα που όλα τα “βασικά μεγέθη” του είχαν ως άξονα τον αριθμό “πέντε”, ηλικία 57 χρονών, ύψος 1,56 και βάρος κάπου 55 κιλά, τον ακινητοποίησαν χωρίς αντίσταση! Του έβγαλαν το παντελόνι! Κι ενώ αποδείχτηκε πως έλεγε αλήθεια, αφού δεν βρήκαν τα χρήματα που θα κάλυπταν το … χρέος του, τον άφησαν με το σώβρακο και κράτησαν το ρούχο ως ενέχυρο! Έτσι, πετάχτηκε στον δρόμο μόνος, ξένος και… ημίγυμνος! Ήταν χειμώνας. Κρύωνε και υπόφερε, σωματικά και ψυχικά. Τόση ντροπή, τέτοια προσβολή πώς να τις αντέξει και πώς να τις αντιμετωπίσει; Για πρώτη φορά είχε νιώσει στη ζωή του παρόμοια ταπείνωση. Πώς θα γύριζε στη βάρκα και πώς θα παρουσιαζόταν στον γιο και στους φίλους του; Η υγρασία και το κρύο πρόσθεταν τη δική τους παγωνιά στο πονεμένο σώμα του. Ψηλά στον ουρανό ένα καινούργιο δρεπανόμορφο φεγγάρι έπαιζε κρυφτούλι ανάμεσα σε αραιά σύννεφα και το νιωθε σαν να τον λοιδορούσε για την κατάντια του. Το χλωμό φως του, κάποια στιγμή, τον βοήθησε να δει έξω από ένα σπίτι σχοινί με κρεμασμένα ρούχα. Ανάμεσά τους διακρίνει ένα παντελόνι! Για πρώτη φορά του φάνηκε σαν δώρο της Θείας Πρόνοιας και των δεήσεων της γυναίκας του, η οποία του ανέθετε ακόμη και το καθημερινό μαγείρεμα στο σπίτι, για να έχει όλο τον χρόνο δικό της, να προσεύχεται ολημερίς και “αδιαλείπτως” για όλο τον κόσμο και για λογαριασμό του! Έτσι βρήκε τη δύναμη και το θάρρος να πλησιάσει και να ξεμανταλώσει το ρούχο που ένιωθε να τον καλεί, για να τον βγάλει από τη δεινή θέση, την άθλια εμφάνιση και την ντροπή. Το κάνει μπόγο στα χέρια του και πηγαίνει τρέχοντας στην πιο σκοτεινή πλευρά του σπιτιού. Διακρίνει θαμπά ένα μισάνοιχτο πορτάκι και χώνεται μέσα για να το φορέσει. Την ίδια στιγμή ακούει βήματα απέξω κι ένα χέρι να τραβά και να κλειδώνει την πόρτα… Δεν άργησε να καταλάβει πως βρισκόταν πια φυλακισμένος σε μια αποθήκη- αμπάρι του σπιτιού κάτω από τον κρέβατο! Μια λάμπα πετρελαίου άφηνε λίγο φως να περνάει μέσα από τις χαραμάδες που άφηναν οι σανίδες και η συρτή εσωτερική είσοδος του αμπαριού. Για λίγη ώρα το μυαλό του σταμάτησε να λειτουργεί. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Πάνω στον κρέβατο ένας άνδρας και μια γυναίκα συνομιλούσαν. Από τα λόγια τους έδειχναν να είναι ένα πολύ τρυφερό και ερωτευμένο ζευγάρι που κολυμπούσε σε πελάγη ευτυχίας, πολύ ωραιότερα από εκείνα που γνώριζε ο καπετάνιος στα θαλασσινά του ταξίδια…
Μετά από λίγο ακούει την εξωτερική πόρτα να χτυπάει και μια ανδρική φωνή να καλεί τη γυναίκα του Σμαράγδα, να του ανοίξει! Εκείνη να ρωτάει τον Φραγκίσκο, γιατί δεν πήγε στη δουλειά, στο βραδινό του ψάρεμα. Ο άντρας να της απαντά, πως ένιωθε κουρασμένος και πως ο καιρός έδειχνε να χαλάει, ενώ τη μάλωσε, γιατί, απλώνοντας τα ρούχα, είχε αφήσει ξεκλείδωτη απέξω την αποθήκη. Ξαφνικά, και πριν η γυναίκα του ψαρά ανοίξει την πόρτα, βλέπει ο Λεωνίδας το πορτάκι του αμπαριού να σύρεται αθόρυβα κι ένας νεαρός, με το παντελόνι στο χέρι, να πηδά και να στέκεται δίπλα του! Πρόλαβε να τον δει, πριν κλείσει ξανά το θυρόφυλλο. Είχε την ίδια εικόνα με εκείνη που είχε και ο ίδιος, νωρίτερα… Ο φόβος για τη διαφορετική ένοχη πράξη τους κράτησε κλειστά και των δύο τα στόματα! Ο Καλύμνιος ναυτικός κατάλαβε πως είχε δίπλα του έναν παράνομο εραστή της Σμαράγδας και ο άλλος έναν αντεραστή που η ταυτόχρονη παρουσία του την ένιωθε σαν προδοσία στα αισθήματα που έτρεφε για την ερωμένη του!…
Ο ψαράς, έχοντας φύγει για δουλειά πεινασμένος, πρόσταξε τη γυναίκα του να σηκωθεί και να του κάνει μια τηγανιά πατάτες με αυγά! Η Σμαράγδα δεν φάνηκε πρόθυμη να ικανοποιήσει τη μεταμεσονύχτια όρεξη τού συντρόφου της και, πριν καταλάβει το λάθος της, είδε τον άντρα της να ανοίγει με τη λάμπα στο χέρι το αμπάρι για να πιάσει ο ίδιος από ένα σακί λίγες πατάτες. Έντρομος και πανικόβλητος βλέπει δύο κεφάλια μπροστά του και μια γροθιά να στοχεύει και να σπάει τη λάμπα του. “Κλέφτες, βοήθεια”, φωνάζει ο ψαράς και καλεί τη γυναίκα του να τον βοηθήσει να σβήσουν τη φωτιά πάνω στο ξύλινο πάτωμα και στα ρούχα του! Τη σύγχυση και τη φωτιά εκμεταλλεύτηκαν οι “ένοικοι του αμπαριού”, για να το σκάσουν. Το πώς έκλεινε και άνοιγε η είσοδος του σπιτιού, το γνώριζε καλά ο “συγκάτοικος” του Λεωνίδα για λίγα λεπτά της ώρας στο “άβατο” οικογενειακό άσυλο! Δεν δυσκολεύτηκε να βρει το κοντομίρι, να το σηκώσει και να βρεθούν τρέχοντας στον δρόμο και οι δυο τους. Κουβέντα δεν αντάλλαξαν. Μόνο αισχρόλογα σε βάρος του και κατά της Σμαράγδας άκουε ο Λεωνίδας, καθώς απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλο…
Μετά από λίγη ώρα ο καπετάνιος βρέθηκε στο σκάφος που το είδε σαν σωσίβιο σωτηρίας. Μπήκε αθόρυβα, βρήκε ένα δεύτερο παντελόνι που είχε πάρει μαζί του, κατέβασε το κλεμμένο που θα πρόδιδε την πράξη του την άλλη μέρα, αλλά και γιατί του έπεφτε λίγο φαρδύ στη μέση και πολύ μακρύ στα πόδια…
Το πρωί, σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, ξαναβρήκε το κέφι του ο καπετάνιος και διηγήθηκε στο πλήρωμα, με κάθε λεπτομέρεια,την απίστευτη περιπέτειά του!
…Λίγο μετά το μεσημέρι άρχισαν να καταφθάνουν αρκετοί αγοραστές στη βάρκα. Φάνηκε πως η ενημέρωση των “φίλων” στον καφενέ έφερε αποτέλεσμα και τότε κατάλαβε ο Λεωνίδας πως τη διαφήμιση που του έκαναν το προηγούμενο βράδυ, τη χρέωσαν στο τραπέζι που του άφησαν να πληρώσει!
…Οι συναλλαγές τότε γινόντουσαν μόνο σε “είδος”. Οι ελληνικές δραχμές και οι ιταλικές λιρέτες δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν την πείνα που μάστιζε το νησί τους. Αντάλλαξαν το εμπόρευμά τους με μαυρομάτικα φασόλια, ρεβύθια, κουκιά, κριθάρι, κεχρί και χαρούπια. Από τα τελευταία που τα παιδιά του Σκεύου τα έτρωγαν σαν σοκολάτες θυμούνται ακόμη τη δυσφορία από τις γαστρεντερικές παρενέργειές τους…
… Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει κι όλα τα εγγόνια του καπετάν Λεωνίδα από τα 4 παιδιά του είχαν μάθει τα παθήματα του παππού, από τους γονείς τους, ζητούσαν από τον ίδιο να τους αφηγείται κάπου – κάπου την απίστευτη περιπέτειά του. Πρόθυμα, και με περισσότερο “αλατοπίπερο” κάθε φορά, με το χιούμορ που τον διέκρινε και τον αυτοσαρκασμό που διέθετε, ικανοποιούσε το αίτημά τους. Υποστήριζε μάλιστα με περηφάνια ότι η ταυτόχρονη παρουσία του εκείνο το βράδυ με τον ανώνυμο εραστή της Σμαράγδας, πρέπει να έσωσε τον “ιερό” δεσμό του γάμου τους, γιατί διέλυσε κάθε υποψία του συζύγου της κι έσβησε μια άλλη “φωτιά”, πολύ χειρότερη από εκείνη του πετρελαίου, την οποία εύκολα θα είχε αντιμετωπίσει το ζευγάρι. Σ’ αυτό βοήθησε και η υπεξαίρεση του παντελονιού, η οποία διαπιστώθηκε την επόμενη μέρα. Ο Φραγκίσκος την είδε ως ομαδική απόπειρα, ενώ η Σμαράγδα τη χρέωσε, φυσικά, στον παρείσακτο επισκέπτη του σπιτιού της.
Κάθε φορά, ωστόσο, τα εγγόνια έβλεπαν τη γιαγιά Μαρία, άλλοτε μειδιώντας αινιγματικά και άλλοτε δυσανασχετώντας φανερά, να αποσύρεται στον δικό της χώρο και στο προσωπικό της αναλόγιο που της κατασκεύασε ο επιπλοποιός γιος της, για να κάνει τη μεγάλη Παράκληση και να προσεύχεται υπέρ της σωτηρίας της ψυχής του “αμαρτωλού” συντρόφου της!…
* Ήταν μεγάλη τετράκωπος βάρκα, από εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι γυμνοί δύτες στα σύντομα υστεροτάξιδά τους στο Αιγαίο. Σήμερα δεν γνωρίζω, αν διασώζεται κάποια.
** Ιταλικά νησιά τοι Αιγαίου.
Κάλυμνος, Ιανουάριος 2023.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.