Αγάπη και Φροντίδα: Η ζωή των ζώων στη Λέσβο μέσα από ιστορίες και παράδοση

ΛΕΣΒΟΣ:

γράφει ο Μιχάλης Στ. ΛημναίοςΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑΖούμε σε μια εποχή, που, μεταξύ των άλλων, διακρίνεται για τις πάμπολλες φιλοζωικές οργανώσεις, που έχουν ξεφυτρώσει δεξιά κι αριστερά, σε κάθε πόλη, μικρότερη ή μεγαλύτερη.Που ο σκοπός τους είναι πολυδιάστατος και βαθιά ανθρωπιστικός. Και τούτο διότι λειτουργούν σαν φωνή για τα ζώα, που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.Πιο συγκεκριμένα, μέσα στους σκοπούς τους είναι η ευαισθητοποίηση και ενημέρωση του κόσμου, για θέματα που έχουν σχέση με την ευζωία των ζώων, η υιοθεσία και περίθαλψη αδέσποτων ζώων, η προστασία των ζώων από παραμέληση της φροντίδας τους ή από κακοποίηση, καθώς και άλλες ενέργειες, στην κατεύθυνση της γενικότερης προστασίας τους.Επίσης με παρεμβάσεις τους στην πολιτεία, έχουν συμβάλει στο να ψηφιστούν νόμοι που εναρμονίζονται με τους παραπάνω σκοπούς τους.Καλά και άγια όλα αυτά! Κανένας δεν θα μπορούσε να προσάψει τον παραμικρό ψόγο για τις προθέσεις των φιλοζωικών οργανώσεων ούτε για τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτές.Καμμιά φορά όμως, ίσως από υπερβάλλοντα ζήλο, ίσως από άγνοια, μπορεί να υπερβάλλουν στις κρίσεις τους, γενικεύοντας εντελώς μεμονωμένα φαινόμενα. Ας πούμε φαινόμενα παραμέλησης στην ευζωία συγκεκριμένων ζώων. Κι αυτό που γίνεται στις περιπτώσεις αυτές, είναι να δημιουργούνται εσφαλμένα συμπεράσματα, με συνέπεια αντεγκλήσεις μεταξύ ομάδων και ατόμων.Κάτι που γίνεται τελευταία με τα άλογα.Όλοι εμείς που είχαμε την τύχη να γεννηθούμε και να μεγαλώσουμε σε χωριά της περιφέρειας, όπως είναι, για παράδειγμα, η Αγία Παρασκευή, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη σχέση ανθρώπου και ζώου, ίσως κάπως καλύτερα από άλλους, με λιγότερη άμεση επαφή.Παρατηρούμε ότι, τις τελευταίες δεκαετίες (παρακάτω θα δούμε τί γινόταν σε προηγούμενους καιρούς), εκατοντάδες είναι οι ιδιοκτήτες που έχουν στην κατοχή τους άλογα (από διάφορες ράτσες ή «καθαρότητες», δεν έχει καμμιά σημασία εδώ). Που αυτή η κατοχή κοστίζει ένα σωρό χρήματα στους ιδιοκτήτες, σε ζωοτροφές, κτηνιάτρους, φάρμακα, κλπ. Και δεν μιλάμε για συνανθρώπους που τους περισσεύουν ή τρέχουν από τα μπατζάκια τους τα ευρώ. Κοινοί άνθρωποι είναι όλοι τους. Κι ο μόνος σκοπός από την κατοχή των αλόγων είναι βασικά η αγάπη τους για την φύση, όπως και την παράδοση. Το να βλέπει κανείς νέους καβαλάρηδες να προπονούν τα ζώα τους, να συμμετέχουν σε εκδρομές στα δάση του νησιού, μόνο ευχαρίστηση μπορεί να νοιώσει.Αλλά και στα πανηγύρια των χωριών όλα αυτά τα άλογα, που χλιμιντρούν και φρουμάζουν χωρίς κάποια ιδιαίτερη επέμβαση του αναβάτη, που ανταποκρίνονται στους ήχους του «κιόρογλου» και του «ατ χαβασί», λες και τα ίδια τα ζητούν από τους οργανοπαίχτες, όλα αυτά δείχνουν την φύση του συγκεκριμένου ζώου, του ατίθασου και υπερήφανου.Και δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια, ότι όλα αυτά τα ζώα είναι εντελώς ξεκούραστα (δεν κάνουν τίποτα άλλο όλο το χρόνο), πέρα από τις αναζωογονητικές βόλτες τους. Από δουλειά όπως την γνωρίζουμε, τίποτα…Προσωπικά, αν οι συνθήκες το ευνοούσαν, θα ήθελα να είμαι κι εγώ ιδιοκτήτης. Ομολογώ ότι ζηλεύω λιγάκι.Για αυτό ΜΗΝ ΠΥΡΟΒΟΛΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΑΝΑΒΑΤΕΣ!Δεν αγαπούν αυτοί λιγότερο τα ζώα τους από όλους εμάς τους απέξω.Βέβαια η αγάπη και το ενδιαφέρον των φιλοζωικών οργανώσεων δεν εστιάζεται μόνο στα άλογα. Το ίδιο γίνεται με όλα τα μη παραγωγικά ζώα, τα ζώα συντροφιάς, ακόμη και στα παραγωγικά ζώα μερικές φορές (βλέπε παστούρωμα ή «λίμπζουμα», όπως λέμε εμείς εδώ στη Λέσβο).Κι αν όλα τα παραπάνω μπορεί να συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες, τούτο δεν συνέβαινε κατά κανόνα παλαιότερα. Ας πούμε να το οριοθετήσουμε στην δεκαετία του εβδομήντα και παλαιότερα.Τότε η κατοχή του οποιουδήποτε ζώου και ιδιαίτερα στην επαρχία, συνέβαινε στο βαθμό που εξυπηρετούσε την οικιακή οικονομία. Εδώ δυσκολεύονταν να επιβιώσουν οι ίδιοι οι άνθρωποι, σιγά μην τάιζαν και ζώα που δεν τους χρειάζονταν, ή δεν προσέφεραν τίποτα…Είχε κάποιος γάτες στο σπίτι του για να ελέγχει τον αριθμό των τρωκτικών, που εποφθαλμιούσαν τις σοδειές του σπιτιού.Αν έπρεπε να έχει σκύλο στο σπίτι του ή στο μαντρί του, αυτό γινόταν για να εκμεταλλεύεται τις υπηρεσίες του ζωντανού για την φύλαξη των υπαρχόντων του ή του ζωικού του κεφαλαίου. Και βέβαια οι κυνηγετικοί σκύλοι που καταλαβαίνουμε όλοι την χρησιμότητά τους!Για τα ιπποειδή δεν χρειάζεται να πούμε πολλά:Το άλογο εδώ και χιλιετίες ήταν ο άμεσος βοηθός του ανθρώπου: Στις μεταφορές ανθρώπων και αγαθών, στους πολέμους, στα οργώματα της γης, κλπ. Τώρα η μοναδική προσφορά του, τουλάχιστον στα μέρη μας, εντοπίζεται σ’ αυτά που λέγαμε παραπάνω.Για τα συμπαθέστατα γαϊδούρια, με την αμέριστη βοήθεια στον άνθρωπο, έχει ελαττωθεί σημαντικά ο αριθμός τους. Σε απογραφή του 1962 στην Αγία Παρασκευή καταγράφονται 1.120 ενήλικα γαϊδούρια και 200 πουλάρια, ενώ στα σημερινά χρόνια είναι ζήτημα αν υπάρχουν μερικές δεκάδες στο χωριό. Κι αυτά με σκοπό να κατεβάζουν τον λιόκαρπο από ορεινούς ελαιώνες, όπου δεν μπορεί να προσεγγίσουν αυτοκίνητα. Άντε να χρησιμοποιηθούν και μερικά στο πανηγύρι της Μόσνας, στα νιάμερα της Παναγιάς…Όσο για τα μουλάρια, αυτά τα υπέροχα ζώα με την απαράμιλλη αντοχή, εδώ οι αριθμοί είναι σκέτη απογοήτευση. Ενώ στην απογραφή του 1962 καταγράφονται 462 ενήλικα μουλάρια και 110 πουλάρια, σήμερα υπάρχει νομίζω ένα. Άσε που μ’ αυτά μπορεί να συμβεί το εξής: επειδή η αναπαραγωγή τους είναι σχεδόν ελεγχόμενη από τον άνθρωπο (συνεύρεση θηλυκού αλόγου με αρσενικό γάιδαρο ή θηλυκού γαϊδάρου με αρσενικό άλογο), μπορεί να εκλείψει το είδος χωρίς την ανάγκη χρήσης του μουλαριού…Για το τέλος του κειμένου μας, μια εύθυμη ιστοριούλα που έλεγε ο, μακαριστός τώρα, πατέρας μου.Είμαστε στην δεκαετία του πενήντα. Ο εφοριακός κυρ Αριστείδης, από την Αθήνα, μετατέθηκε στην εφορία της Μυτιλήνης, και, εδώ και δύο μήνες, βρίσκεται στο νησί με την κυρά του, την κυρία Μαρίκα. Μαζί τους κουβάλησαν και τον Ντικ, ένα εύσωμο σκύλο, που η τύχη του χαμογέλασε, όταν τον περιμάζεψε η κυρία εφοριακού από μία αλάνα, στη Νέα Σμύρνη της Αθήνας.Ότι κόντευε να τινάξει τα πέταλα από την πείνα, όταν έγινε μέλος της αθηναϊκής οικογένειας. Βλέπετε, μπορεί να λέγαμε παραπάνω για την κατοχή μη παραγωγικών ζώων, στα χρόνια εκείνα, τούτος εδώ ήταν η εξαίρεση. Δεν είχαν αποκτήσει ακόμα κάποιο παιδί, ο κυρ Αριστείδης με την κυρά του, κι ο Ντικ μάζεψε όλη τους την αγάπη.Τα καλύτερα από τα φαγητά ήταν στη διάθεση του. Τότε βέβαια δεν υπήρχαν οι σημερινές σκυλοτροφές, των διαφόρων κολοσσών, Frieskies, Pedigree, Purina, κλπ. Και οι σκύλοι τρέφονταν από τα περισσεύματα της κουζίνας των ανθρώπων, κλπ.Τυχερός λοιπόν ο Ντικ!Από τις κρύες σήμερα, τις καυτές αύριο, αλάνες της Νέας Σμύρνης, κατέληξε στη φροντίδα της κυρίας Μαρίκας και του άντρα της. Και το σπίτι τους στην Αθήνα, ένα μεγάλο διώροφο, με αυλή κι ένα σωρό πρασινάδες, με το ξύλινο σκυλόσπιτο, όλα αυτά έκαναν τη ζήση του Ντικ μαχαραγιάδικη. Από τη λιμοκτονία των δρόμων βρέθηκε στο καλό και φιλόξενο σπίτι και την περνούσε ζωή και κότα. Έκανε και τις βόλτες του κάθε μέρα με την κυρά του στους γύρω δρόμους.Τα πράγματα όμως ζόρισαν με την εγκατάσταση του ζευγαριού στη Μυτιλήνη. Μικρό το σπίτι που νοίκιασαν, κι ακόμα πιο μικρή η αυλή του. Δύο τρεις φορές που τόλμησε η κύρια Μαρίκα να βγάλει βόλτα τον Ντικ στην προκυμαία, με το λουρί στο λαιμό του, κάτι απαξιωτικές κουβέντες πήρε τ’ αυτί της από περαστικούς: «για δε καμώματα, τσι ι κουπρόστσ’λους βόλτα ήθιλι…», «δεν έχς αλλ’ δ’λειά να κάν’ς βρε γ’ναίκα…», και τέτοια. Μέχρι που είδε κι αποείδε η κακομοίρα και δεν ξανάβγαλε τον Ντικ από την πόρτα της.Αυτή η κλεισούρα όμως, στη στενή αυλή του σπιτιού του ζευγαριού, είχε δυσάρεστα αποτελέσματα στον καλομαθημένο Ντικ. Έπεσε σε μελαγχολία. Λιγόστεψε και το φαγητό του. Κι αδυνάτιζε μέρα με τη μέρα. Ανησύχησαν τ’ αφεντικά του, κι ένα απόγευμα τον παίρνει ο κυρ Αριστείδης και μια και δυο στον κτηνίατρο.«Το ζωντανό σου, πώς σε είπαμε, α, ναι, κυρ Αριστείδη, έπαθε μια σκυλίσια κατάθλιψη. Χρειάζεται να αλλάξει τον αγέρα του, θέλει να τον πας δυο τρεις βδομάδες σε μέρος ανοιχτό, σε βουνό. Αλλιώς…»Με βαριά την καρδιά, γύρισε σπίτι του ο κυρ Αριστείδης. «Στο βουνό, λέει, που θα πάγω τώρα να βρω βουνό;». Μέχρι που φωτίστηκε το πρόσωπό του. «Βρε Μαρίκα, τώρα το θυμήθηκα, στο στρατό είχα ένα φίλο, το Δημητρό. Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε. Κτηνοτρόφος έλεγε πως ήταν, από ένα χωριό στο κέντρο του νησιού, να δεις πώς το έλεγε, Αγία Παρασκευή νομίζω. Αυτόν θα πάω να βρω, αυτός θα μας βοηθήσει…»Κυριακή, πρωί πρωί, με τον Ντικ κλεισμένο στο πόρτ μπαγκάζ του ταξί, ο Αριστείδης σε μιάμιση ώρα έφτασε στο χωριό, ρωτώντας να μάθει πού θαύρισκε, τον Δημητρο τον τάδε.«Ποιόν, ντου Μήτρου γυρεύγς; Τώρα, δεν εχ’ πουλιώρα, που πέρνα πας ντου γάγδαρου, τσι πάγινι στα πρόβατα, στου μαντρί τ’»«Που θα τον εύρω, ρε πατριώτ’;»«Α, εύκολου ένι…» και, το και το, εξήγησαν στον Αριστείδη πού βρισκόταν η καθησιά του Δημητρού.Δεν πέρασε ένα τέταρτο της ώρας καλά καλά και φάνηκε από μακριά το μαντρί του χωρικού τσοπάνη, σχεδόν πάνω στο αμαξιτό δρόμο ήταν.«Βρε Δημητρό, χρόνια και ζαμάνια, από μακριά σε γνώρισα, καθόλου δεν άλλαξες!»«Ι γι Αριστής δεν είσι; Βρέ Αριστή, καλά να είσι, πού βρέστσις σιάδγιου;»«Να, είμαι εδώ και κάμποσο καιρό στη Μυτιλήνη, στην εφορία, με την κυρά μου… Αλλά θα χρειαστεί να λείψουμε κάνα μήνα… Και θέλω να κρατήσεις το σκυλί… Άμα μπορείς, κι εγώ είμαι εδώ… Έφερα και τα φαγιά του…»Και έβγαλε από το ταξί τα χάρτινα κουτιά. Τί σαλάμια μυρωδάτα, τί κονσέρβες κορνεμπίφ και ζαμπόν, τι παξιμάδια και γαλέτες, τι χοντρά μακαρόνια! Τάβλεπε ο Μήτρος μας, γούρλωσαν τα μάτια του και ξςρογλύφονταν.«Νά ένα πεντακοσάρικο ακόμα, να παίρνεις και κόκαλα απ’ το χασάπη, να τα βράζεις με τα μακαρόνια, κι ένα χιλιάρικο για σένα, προκαταβολή. Κι άμα γυρίσω στο μήνα απάνω, να πάρω το σκυλί, πάλι κάτι θα σου δώσω… Τί λες, θα με εξυπηρετήσεις;»«Τί λόγια ένι φτα βρε Αριστή, μι ξερ’ς απ’ του στρατό, τσι τίπουτα να μη μ’ ίδινις, …» απάντησε ο Μήτρος, τσεπώνοντας τα χαρτονομίσματα .Σε λίγη ώρα, ο κυρ Αριστείδης, ευχαριστημένος που άφηνε το αγαπημένο του ζωντανό σε χέρια φίλου, έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού με τον ταξιτζή.Κι ο Μήτρος, ο πονηρός αγιαπαρασκευώτης, άρχισε το φαγοπότι με τα «σκυλίσια» φαγητά. Πρώτα με τα λουκάνικα που του έσπασαν τη μύτη… Έβγαλε κι ένα μπουκάλι με σούμα, που είχε κρυμμένο στο ντουβάρι της μάντρας του κι έπινε στην υγειά του παλιού του φίλου, του Αριστή. Α, και στο τέλος, όταν ήταν έτοιμος να γυρίσει στο χωριό, πέταξε ένα ξεροκόμματο στον Ντικ , που ήταν δεμένος με ένα μακρύ σκοινί στο κορμό του γειτονικού πρίνου. Ο σκύλος μόλις που έφερε τη μουσούδα του κοντά στο ξερό ψωμί, και το παράτησε…Το βράδυ στο χωριό:«Σ’ ήβρι ένας Αθηναίους, ρε Αριστή, που σ’ έψαχνι, του πουρνό;»«Ι θιος να ντουν έχ’ καλά…»Την άλλη μέρα, πάλι τα ίδια… Και το ξεροκόμματο στη θέση του…Ενώ τη τρίτη μέρα, το ξερό ψωμί εξαφανίστηκε στο στομάχι του πεινασμένου σκύλου… «Η πείνα κάστρα καταλεί…» αναφέρει μια ντόπια παροιμία.Τελειωμό δεν είχαν οι «σκυλοτροφές» του Αριστείδη, μα και η όρεξη του Μήτρου…Και ο σκύλος μας, ο αγαπητός μας Ντικ, αφού ρούφηξε όσο αέρα ήθελε και ξαναβρήκε τη φόρμα του στην αγιαπαρασκευώτικη εξοχή, έμαθε να τρώγει ότι φτηνό και ελάχιστο του πετούσε ο καινούργιος του κύρης, ο Μήτρος. Μέχρι και κρεμμύδι στον αέρα έπιανε από τη λιγωμάρα του.Πέρασαν οι μέρες, τέλειωσε ο μήνας, κι ένα πρωινό ξαναφάνηκε ο κυρ Αριστείδης, με τον ίδιο ταξιτζή. Κόντεψε στο μαντρί, κι ως τον είδε από μακριά ο Ντικ, άρχισε τα χαρούμενα γρυλίσματα και τις φωνές, και πήδηξε πάνω στο αγαπημένο του αφεντικό, όλος ζωή. «Έκανε καλή δουλειά ο Δημητρός» σκέφτηκε, την ώρα που φάνηκε ο Μήτρος από ένα διπλανό χωράφι που πετάχτηκε για μια δουλειά.«Έλα ρε φίλε, πώς πήγε, όλα καλά; Έφτασαν τα τρόφιμα, που έφερα;»«Τί λέγς ρε Αριστή; Σι δυο βδουμάδις δεν είχι αφ’μένου τίπουτα, του σκασμένου… Απ’ του θκομ του φαγί, του λίγου, τίδινα κουμάτ’ , αλλά πού να φτάξ’ τσι φτο… Είχα τσι του θκόμ’ του κουτέλ’… Να φανταστείς, τώρα μέχρι κρουμμύδια σντουν αγέρα πιάν’… Να για δε» και πέταξε ένα κρεμμύδι στη μεριά του Ντικ. Που αυτός πήδηξε και το άρπαξε στον αέρα και το καταβρόχθισε στο πι και φι…Ευχαριστημένος όσο ποτέ άλλοτε ο κυρ Αριστείδης, μέτρησε ακόμα ένα χιλιάρικο στα χέρια του φίλου του Δημητρού και πήρε το δρόμο του γυρισμού, σκεφτόμενος να τα λέγει τούτα στην κυρά του και να μην τον πιστεύει.«Να πας στου καλό φίλι Αριστή, τσι τώρα που ξαναβριθίκαμι να μη χαθούμι…»

Latest..