Αισώπου μύθοι μέρος 19ο

ΧΙΟΣ :

  1. Ἀλώπηξ καὶ πίθηκος βασιλεὺς αἱρεθείς

   Ἐν συνόδῳ τῶν ἀλόγων ζῴων πίθηκος ὀρχησάμενος καὶ εὐδοκιμήσας βασιλεὺς ὑπ’ αὐτῶν ἐχειροτονήθη. Ἀλώπηξ δὲ αὐτῷ φθονήσασα, ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι πάγῃ κρέας κείμενον, ἀγαγοῦσα αὐτὸν ἐνταῦθα ἔλεγεν ὡς εὑροῦσα θησαυρὸν αὐτὴ μὲν οὐκ ἐχρήσατο, γέρας δὲ αὐτῷ τῆς βασιλείας τετήρηκε, καὶ παρῄνει αὐτῷ λαμβάνειν. Τοῦ δὲ ἀτημελήτως ἐπελθόντος καὶ ὑπὸ τῆς πάγης συλληφθέντος, αἰτιωμένου τε τὴν ἀλώπεκα ὡς ἐνεδρεύσασαν αὐτῷ, ἐκείνη ἔφη· «Ὦ πίθηκε, σὺ δὲ τοιαύτην μωρίαν ἔχων τῶν ἀλόγων ζῴων βασιλεύεις;».
   Οὕτως οἱ τοῖς πράγμασιν ἀπερισκέπτως ἐπιχειροῦντες ἐπὶ τῷ δυστυχεῖν καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.
   [Σε μια συνέλευση τών ζώων ο πίθηκος χόρεψε πολύ όμορφα, πήρε τα πρωτεία κι ανακηρύχθηκε βασιλιάς απ’ τα υπόλοιπα ζώα. Η αλεπού ζήλεψε και φθόνησε τον πίθηκο, που έγινε βασιλιάς, και ζητούσε ευκαιρία να τον βλάψει. Έτσι, όταν κάποτε η αλεπού είδε μια παγίδα, που είχε μέσα της ένα κομμάτι κρέας ως δόλωμα, πήγε στον πίθηκο και του λέει: «ανακάλυψα κάτι πολυτιμότατο! Δεν θέλησα να το απολαύσω εγώ. Τ’ άφησα ως δώρο για σένα, αντάξιο τού βασιλικού σου αξιώματος. Πάρ’ το, σε παρακαλώ πολύ!».
   Ο πίθηκος πήγε, πράγματι, στο σημείο που τού υπέδειξε η αλεπού, καλά καλά αφελής κι απονήρευτος, και, φυσικά, πιάστηκε στην παγίδα. Τότε άρχισε να κατηγορεί την αλεπού πως τού ’στησε ύπουλη παγίδα.
   Κι η αλεπού τού απάντησε: «πώς είναι δυνατό να θέλεις να λέγεσαι βασιλιάς και να κυβερνάς όλα τα ζώα, όταν πανεύκολα ξεγελιέσαι και δεν αντιλαμβάνεσαι τις παγίδες που σου στήνουν;».
   Δίδαγμα πρώτο: όσοι, απερίσκεπτα κι αστόχαστα, καταπιάνονται με κάθε είδους επικίνδυνες δραστηριότητες, είναι αναμενόμενο ν’ αποτυγχάνουν, να εκθέτουν εαυτούς σε κινδύνους, και να εισπράττουν την ειρωνική αντιμετώπιση τής κοινωνίας. Συχνά οι ανόητοι και αφελείς πέφτουν θύματα εξαπάτησης και εκμετάλλευσης από τους πονηρούς και επιτήδειους.
   Δίδαγμα δεύτερο: όσοι βρίσκονται σε διοικητικές και, γενικά, σε ηγετικές θέσεις οφείλουν να διαισθάνονται τούς κινδύνους και τις «παγίδες» που ενδέχεται να τους στήνουν οι ανταγωνιστές και αντίπαλοί τους. Δηλαδή βασικό προσόν τού ηγέτη – και πολύ περισσότερο τού πολιτικού – είναι να «μυρίζεται» έγκαιρα τις πλεκτάνες που, πιθανόν, εξυφαίνονται εναντίον του.
   Παροιμίες: «Το γάδαρο στο γάμο είντα τον εθέλου; Ή νερό α κουβαλεί ή ξύλα», «Το γομάριγ γυρίζει πογυρίζει, στομ μύλον εν να πάει»].

  1. Ἀλώπηξ καὶ πίθηκος περὶ εὐγενείας ἐρίζοντες

   Ἀλώπηξ καὶ πίθηκος ἐν ταὐτῷ ὁδοιποροῦντες περὶ εὐγενείας ἤριζον. Πολλὰ δὲ ἑκατέρου διεξιόντος, ἐπειδὴ ἐγένοντο κατά τινα τόπον, ἐνταῦθα ἀποβλέψας ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος. Τῆς δὲ ἀλώπεκος ἐρομένης τὴν αἰτίαν, ὁ πίθηκος ἐπιδείξας αὐτῇ τὰ μνήματα, εἶπεν· «Ἀλλ’ οὐ μέλλω κλάειν, ὁρῶν τὰς στήλας τῶν πατρικῶν μου ἀπελευθέρων καὶ δούλων;». Κἀκείνη πρὸς αὐτὸν ἔφη· «Ἀλλὰ ψεύδου ὅσα βούλει· οὐδεὶς γὰρ τούτων ἀναστὰς ἐλέγξει σε».
   Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ψευδολόγοι τότε μάλιστα καταλαζονεύονται, ὅταν τοὺς ἐλέγχοντας μὴ ἔχωσιν.
   [Ένας πίθηκος και μια αλεπού βάδιζαν μαζί στο δρόμο. Και μάλωναν σχετικά με το ποιος απ’ τους δυο τους ήταν πιο αριστοκράτης. Και τα δυο μέρη έλεγαν πολλά επιχειρήματα για την αριστοκρατική τους καταγωγή.
   Κάποια στιγμή πέρασαν δίπλα από ένα κοιμητήριο. Κοιτάζει ο πίθηκος προς τα μνήματα κι αναστενάζει βαθιά. «Γιατί αναστενάζεις;» τον ρωτά η αλεπού. Κι ο πίθηκος, δείχνοντάς της τα μνήματα, της λέει: «είναι δυνατό να μην κλαίω και να οδύρομαι, όταν βλέπω τα μνήματα τόσων δούλων τών προγόνων μου αλλά και τόσων δούλων που οι μεγαλόκαρδοι πρόγονοί μου τούς χάρισαν την ελευθερία;».
   Κι η αλεπού: «λέγε όσες ψευτιές θέλεις. Κανείς απ’ τους πεθαμένους δεν πρόκειται να σηκωθεί για να σε διαψεύσει!».
   Το ίδιο συμβαίνει και με μερικούς αλαζόνες και μεγαλομανείς: ταράζουν τούς άλλους στα μεγάλα λόγια και στις «φούσκες», όταν δεν υπάρχει αντίλογος για να τους διαψεύσει.
   Παροιμίες: «Ο γέρος κι ο ξενιτεμένος καυκιώνται», «Πότε θα γεράσω να περηφανεύγομαι!», «Παντρέψτε με στην ξενιτιά να ξέρω να παινιώμαι!». «Για να τον ‘κού(σ)εις, (θ)α ξερά(σ)εις θεις», «Τσαμπουνιέρης!» (=αλαζόνας, καυχησιάρης), «Έν αφ’ την Παγί(δ)α που παίτζουν τις τσαμπούνες!» (=για μεγαλόστομους καυχησιολόγους και κούφους κομπορρήμονες). «Είν’ να τρως μια μπουκιά, να ξερνάς δυό./Ο Θεός εβαρέθην εμέναν κι εγώ τον καυκησάρην». «Εγώ ‘μουν εις τομ πόλεμο κ’ η μάννα μου διγάτο», «Ο πόρδος α δε βρομεί, δεν αξίζει», «Πετάσσει μεγάλους πόρδους», «Ο μυξιάρης ήβρεν τον σαλιάρη». «Κροκόδειλος ἔλεγεν ὅτι “εἰς τὴν πόλιν μου ἐλαιοπώλης ἤμην”». «Ἁμαξιαῖα ῥήματα: ἐπὶ τῶν μεγάλων λόγων» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].  

  1. Ἄνδρες δύο περὶ θεῶν ἐρίζοντες

   Ἄνδρες δύο ἐμάχοντο τίνες τῶν θεῶν μείζους, Θησεὺς ἢ Ἡρακλῆς. Οἱ δὲ θεοὶ ὀργισθέντες αὐτοῖς ἑκάτερος τὴν ἑτέρου χώραν ἠμύνατο.
   Ὅτι τῶν ὑπεξουσίων ἡ ἔρις τοὺς δεσπότας πείθει ὀργίλους εἶναι κατὰ τῶν ὑπηκόων.
   [Δυο άντρες (ο ένας ήταν Δωριέας, δηλαδή Σπαρτιάτης ή Μεγαρέας, κι ο άλλος Αθηναίος) φιλονεικούσαν ποιος ημίθεος είναι σπουδαιότερος, ο Θησέας ή ο Ηρακλής. Πάνω στον καβγά τους, ο ένας κατέκρινε τον ημίθεο τού άλλου.
   Το αποτέλεσμα ήταν να οργιστούν οι δυο ημίθεοι κι ο ένας να επιτεθεί στη χώρα τού άλλου: ο Θησέας ξέσπασε την οργή του στην πόλη τού Δωριέα, κι ο Ηρακλής ξεθύμανε στην πόλη τής Αθήνας.
   Δίδαγμα: όποιοι μαλώνουν για ξένες έγνοιες, στο τέλος βγαίνουν ζημιωμένοι: όχι μόνο φθείρονται αναμεταξύ τους αλλά και ενεργοποιούν σε βάρος τους την οργή εκείνου εξαιτίας τού οποίου φιλονεικούν.
   Παροιμίες: «Δυο γαδάροι μαλώνανε σε ξένο αχερώνα», «Μην ανακατώνεις τη φάβα!», «Για ξένη θημωνούλα δυο άλογα μαλώνουν», «Εκεί που δε σε σπέρνουν, μη βλαστάνεις!», «Εκεί που δε σπέρνεις, μη θερίζεις!»].

  1. Ἀλώπηξ πρὸς μορμολύκειον

   Ἀλώπηξ εἰς οἰκίαν ἐλθοῦσα ὑποκριτοῦ καὶ ἕκαστα τῶν αὐτοῦ σκευῶν διερευνωμένη, εὗρε καὶ κεφαλὴν μορμολυκείου εὐφυῶς κατεσκευασμένην, ἣν καὶ ἀναλαβοῦσα ταῖς χερσὶν ἔφη· «Ὢ οἵα κεφαλή, καὶ ἐγκέφαλον οὐκ ἔχει».
   Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας μεγαλοπρεπεῖς μὲν τῷ σώματι, κατὰ ψυχὴν δὲ ἀλογίστους.
   [Μια αλεπού χώθηκε στο σπίτι ενός ηθοποιού. Έπιασε και σκάλιζε τα διάφορα σκεύη τού ηθοποιού. Ανάμεσα σ’ εκείνα τα σκεύη βρήκε κι ένα μορμολύκειο, δηλαδή μια φρικιαστική κι αποκρουστική μάσκα, που έμοιαζε με αληθινό κεφάλι ανθρώπου.
   Η αλεπού πήρε στα χέρια της εκείνη τη μάσκα, την περιεργάστηκε κι είπε: «Για δες ένα τόσο εντυπωσιακό κεφάλι! Και μέσα του να μην έχει κουκούτσι μυαλό!».
   Ο μύθος ταιριάζει για άτομα που κερδίζουν τη μάχη τών εντυπώσεων αλλά η ουσιαστική τους αξία είναι μηδέν.
   Παροιμίες: «Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά», «Από μακριά σκαμπάσσει, κι από κοντά σφαντάσσει» (=από μακριά δίνει θετική εντύπωση, κερδίζει τις εντυπώσεις, από κοντά είναι ένα τίποτα). «Κάλλιο νά ‘χεις, κόρη μου, σωστά τα μυαλά σου παρά μεγάλα και χρυσά τα άχρηστα μαλλιά σου». Τουρκική ανάλογη: Saçı uzun aklı kısa (Το μαλλί μακρύ, το μυαλό μικρό). «Μὴ κρῖν’ ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον» (Μη βαθμολογείς τον άλλο από την όμορφη εικόνα του αλλά από το χαρακτήρα του!) (Μένανδρος 333)].  

  1. Ἀλώπηξ κόλουρος

   Ἀλώπηξ ὑπό τινος πάγης τὴν οὐρὰν ἀποκοπεῖσα, ἐπειδὴ δι’ αἰσχύνην ἀβίωτον ἡγεῖτο τὸν βίον ἔχειν, ἔγνω δεῖν καὶ τὰς ἄλλας ἀλώπεκας εἰς τὸ αὐτὸ προαγαγεῖν, ἵνα τῷ κοινῷ πάθει τὸ ἴδιον ἐλάττωμα συγκρύψῃ. Καὶ δὴ ἁπάσας ἀθροίσασα παρῄνει αὐταῖς τὰς οὐρὰς ἀποκόπτειν, λέγουσα ὡς οὐκ ἀπρεπὲς μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ περισσόν τι αὐταῖς βάρος προσήρτηται. Τούτων δέ τις ὑποτυχοῦσα ἔφη· «Ὦ αὕτη, ἀλλ’ εἰ <μή> σοι τοῦτο συνέφερεν, οὐκ ἂν ἡμῖν τοῦτο συνεβούλευσας».
   Οὗτος ὁ λόγος ἁρμόττει πρὸς ἐκείνους οἳ τὰς συμβουλίας ποιοῦνται τοῖς πέλας οὐ δι’ εὔνοιαν, ἀλλὰ διὰ τὸ ἑαυτοῖς συμφέρον.
   [Μιας αλεπούς η ουρά κόπηκε σε μια παγίδα. Η αλεπού ένοιωθε πολύ άβολα μ’ εκείνο το πάθημά της. Ο βίος της ήταν αβίωτος! Αισθανόταν τεράστιο κόμπλεξ μειονεξίας. Και, για να μπορεί ν’ αντέχει ευκολότερα τη νίλα και το στραπάτσο που έπαθε, σκέφτηκε πως κι οι άλλες αλεπούδες έπρεπε να πάθουν ό,τι έπαθε η ίδια.
   Μάζεψε λοιπόν και τις υπόλοιπες αλεπούδες και τις παρότρυνε να κόψουν κι εκείνες τις ουρές τους: «τι να τις κάνουμε τις ουρές; Όχι μόνο μάς ασκημίζουν αλλά είναι κι ένα περιττό βάρος πάνω μας! Μας δυσκολεύουν στην κίνηση και μας εμποδίζουν στο τρέξιμο! Αλλά κι οι κυνηγοί μάς καταδιώκουν για τις φουντωτές ουρές μας! Εξάλλου, τώρα τελευταία, στα κομμωτήρια αλεπούδων, είναι στη μόδα οι κομμένες ουρές!».
   Μια αλεπού, η πιο έξυπνη απ’ όλες, της είπε: «πονηρούλα, άσε τα σάπια! Όλα αυτά τα λες όχι για το συμφέρον τής κοινωνίας τών αλεπούδων αλλά για το δικό σου αποκλειστικά συμφέρον. Δηλαδή, επειδή «την πάτησες χοντρά», ψάχνεις συντροφιά στη δυστυχία σου!».
   Δίδαγμα: κάποιοι άνθρωποι που περιπίπτουν σε μεγάλες συμφορές, ενώ θα έπρεπε να συμβουλεύουν άλλους να μένουν μακριά απ’ αυτές και να προφυλάγονται, απεναντίας τούς εξωθούν να πέσουν κι εκείνοι στις ίδιες συμφορές, ώστε να μπορούν οι συφοριασμένοι να υπομένουν καλύτερα το δικό τους πάθημα.
   Παράδειγμα: κάποιοι άνθρωποι έχουν εμπλακεί στον σκοτεινό και αδιέξοδο κόσμο τών εξαρτήσεων και των ναρκωτικών, και οδηγούνται, νομοτελειακά, στον θάνατο. Ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι να αποτρέπουν άλλους συνανθρώπους των από την εμπλοκή τους με τέτοιες ουσίες, συμβαίνει συχνά οι ίδιοι οι παθόντες να «ψάχνουν παρέα», δηλαδή να μυούν κι άλλους στο συγκεκριμένο «σπορ τού θανάτου». Και τούτο συμβαίνει διότι ο παθών υπομένει ευκολότερα το πάθημά του, όταν καταλαβαίνει πως δεν είναι μόνος του αλλά ότι υπάρχουν «κι άλλες αλεπούδες με κομμένη ουρά», όταν δηλαδή έχει και συντροφιά στην παρεκτροπή του. Συνεπώς, αν κάποια παραβατική και καταστροφική συμπεριφορά έχει πολλούς οπαδούς, τότε οι πρωταγωνιστές της παύουν πλέον να είναι οι δαχτυλοδειχτούμενοι παραβατικοί και στη συνείδηση τής κοινής γνώμης, τρόπον τινά, «νομιμοποιούνται». 
   Παροιμίες: «Πως θα πέσουν όλοι στο γκρεμό θα πέσω κι εγώ;», «Πως θα φά’ ένας άθρωπος μια σκατούλα, θα πρέπει να τη φά’ κι άλλος;»].

  1. Ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα

   Ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα, ἐπειδὴ κατά τινα συντυχίαν ὑπήντησε, τὸ μὲν πρῶτον ἰδοῦσα οὕτως διεταράχθη ὡς μικροῦ καὶ ἀποθανεῖν. Ἐκ δευτέρου δὲ αὐτῷ περιτυχοῦσα ἐφοβήθη μέν, ἀλλ’ οὐχ οὕτως ὡς τὸ πρότερον. Ἐκ τρίτου δὲ θεασαμένη οὕτω κατεθάρρησεν ὡς καὶ προσελθοῦσα αὐτῷ διελέχθη.
   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.
   [Μια αλεπού ουδέποτε είχε αντικρύσει λιοντάρι. Κι όταν, κάποτε, πρωταντίκρυσε λιοντάρι εντελώς τυχαία, τόσο πολύ τρομοκρατήθηκε που κόντεψε να πεθάνει απ’ το φόβο της.
   Τη δεύτερη φορά που είδε λιοντάρι πάλι τρόμαξε, αλλά όχι τόσο πολύ. Την τρίτη φορά τόσο ξεπέρασε το φόβο της που πήγε κοντά και συνομίλησε μαζί του.
   Ο μύθος υπονοεί ότι και τα πιο φοβερά πράγματα παύουν να μας φοβίζουν, αν τα συνηθίζουμε με τον καιρό.
   Παροιμία: «Όλα τα πράματα έν μαθεί(ν)» (=όλα τα πράγματα είναι μαθείν, μάθηση, έξεις)].

  1. Ἀστρολόγος

   Ἀστρολόγος ἐξιὼν ἑκάστοτε ἑσπέρας ἔθος εἶχε τοὺς ἀστέρας ἐπισκοπῆσαι. Καὶ δή ποτε περιιὼν εἰς τὸ προάστειον καὶ τὸν νοῦν ὅλον ἔχων πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔλαθε καταπεσὼν εἰς φρέαρ. Ὀδυρομένου δὲ αὐτοῦ καὶ βοῶντος, παριών τις, ὡς ἤκουσε τῶν στενάγμων, προσελθὼν καὶ μαθὼν τὰ συμβεβηκότα, ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ὦ οὗτος, σὺ τὰ ἐν οὐρανῷ βλέπειν πειρώμενος τὰ ἐπὶ τῆς γῆς οὐχ ὁρᾷς;».
   Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ’ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι.
   [Ένας αστρονόμος είχε τη συνήθεια, κάθε βράδυ, να βγαίνει απ’ το σπίτι του και να παρατηρεί τ’ άστρα. Μια φορά, καθώς τριγύριζε στα περίχωρα κι είχε στραμμένη όλη την προσοχή του ψηλά στον ουρανό, χωρίς να το καταλάβει, σκουντουφλά και πέφτει σ’ ένα πηγάδι.
   Εκεί μέσα, καθώς βογκούσε και φώναζε, τον βρίσκει ένας περαστικός, τον βοηθά να βγει απ’ το πηγάδι, και του λέει: «Ρε φίλε, εσύ, με το να κοιτάς τον ουρανό, δεν βλέπεις τι γίνεται στη γη!».
   Αυτό το παραμύθι θα μπορούσε κανείς να εξιστορήσει είτε σε ανθρώπους αιθεροβάμονες, που θηρεύουν τα ανέφικτα και κυνηγούν «τον ουρανό με τ’ άστρα», είτε σ’ όσους έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους αλλά ταυτόχρονα ή είναι απρόθυμοι ή αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στα απλά και καθημερινά. 
   Παροιμίες: «Ευτός καννεύγει την Πιλιά» (Καρδάμυλα Χίου) (=σημαδεύει την Πλειάδα, τον αστερισμό τής Πούλιας). «Τα κράτιε εξαπόλα τα, και τα θώριε εκυνήγα τα» (Φυτά Χίου) (=Αυτά που κρατούσε στα χέρια του τα άφηνε και χάνονταν. Και τη ίδια στιγμή κυνηγούσε όσα έβλεπε να βρίσκονται μακριά). «Ξυπνητός ονειρεύγεται»].  

  1. Βάτραχοι αἰτοῦντες βασιλέα

   Βάτραχοι λυπούμενοι ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν ἀναρχίᾳ πρέσβεις ἔπεμψαν πρὸς τὸν Δία, δεόμενοι βασιλέα αὐτοῖς παρασχεῖν. Ὁ δὲ συνιδὼν τὴν εὐήθειαν αὐτῶν ξύλον εἰς τὴν λίμνην καθῆκε. Καὶ οἱ βάτραχοι, τὸ μὲν πρῶτον καταπλαγέντες τὸν ψόφον, εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐνέδυσαν. Ὕστερον δέ, ὡς ἀκίνητον ἦν τὸ ξύλον, ἀναδύντες εἰς τοσοῦτον καταφρονήσεως ἦλθον ὡς ἐπιβαίνοντες αὐτῷ πικαθέζεσθαι. Ἀναξιοπαθοῦντες δὲ τοιοῦτον ἔχειν βασιλέα, ἧκον ἐκ δευτέρου πρὸς τὸν Δία καὶ τοῦτον παρεκάλουν ἀλλάξαι αὐτοῖς τὸν ἄρχοντα· τὸν γὰρ πρῶτον λίαν εἶναι νωχελῆ. Καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας καθ’ αὐτῶν ὕδρον αὐτοῖς ἔπεμψεν, ὑφ’ οὗ συλλαμβανόμενοι κατησθίοντο.
   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἄμεινόν ἐστι νωθεῖς καὶ μὴ πονηροὺς ἔχειν ἄρχοντας ἢ ταρακτικοὺς καὶ κακούργους.
   [Οι βάτραχοι ήταν στενοχωρημένοι που δεν είχαν αρχηγό. Γι’ αυτό έστειλαν πρέσβεις στον Δία και του ζητούσαν να τούς ορίσει κάποιον ως βασιλιά τους. Ο Δίας, επειδή τούς κατάλαβε πόσο ελαφρόμυαλοι κι ανόητοι ήταν, τους πέταξε ένα ξύλο μέσα στη λίμνη.
   Το ξύλο, πέφτοντας, έκαμε παφλασμό, κι οι βάτραχοι, τρομαγμένοι, χώθηκαν στα βαθιά τής λίμνης. Ύστερα, βλέποντας πως το ξύλο ήταν ακίνητο, ξεθάρρεψαν. Κι άρχισαν σιγά σιγά ν’ ανεβαίνουν προς τα πάνω και να κάθονται πάνω στο ξύλο. Όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, δεν τους άρεσε ο βασιλιάς που είχαν, το ξύλο, γιατί ήταν ψόφιο κι ακίνητο.
   Ξαναστέλλουν πρέσβεις στον Δία και ζητούν άλλο βασιλιά, που να είναι δυναμικός και δραστήριος κι όχι αδρανής και νωχελικός. Τότε ο Δίας, που εν τω μεταξύ τούς είχε σιχαθεί για τη χαζομάρα τους, τους έστειλε ως βασιλιά ένα νερόφιδο, που τους άρπαζε και τους έτρωγε.
   Το παραμύθι υπαινίσσεται πως είναι καλύτερο για κάποιον να εξουσιάζεται από άρχοντες οκνηρούς και ράθυμους αλλά απονήρευτους, παρά από κακοποιούς κι εγκληματίες. 
   Παροιμίες: «Η όρνιθα εσκάλιζε και έβγαλε το μάτι της. Και πάλι ξανασκάλισε, κι έβγαλε και τ’ άλλο της» (Λαγκάδα). «Ξύσε ξύσε η αίγα ήβαλε το κέρατο στον κώλο της». Τουρκική: Tavuk işe işe gőzűnű çıkarır (Η κότα σκαλίζοντας βγάζει τα μάτια της)].

  1. Βάτραχοι γείτονες

   Δύο βάτραχοι ἀλλήλοις ἐγειτνίων. Ἐνέμοντο δὲ ὁ μὲν βαθεῖαν καὶ τῆς ὁδοῦ πόρρω λίμνην, ὁ δὲ ἐν ὁδῷ μικρὸν ὕδωρ ἔχων. Καὶ δὴ τοῦ ἐν τῇ λίμνῃ παραινοῦντος θατέρῳ μεταβῆναι πρὸς αὐτόν, ἵνα καὶ ἀμείνονος καὶ ἀσφαλεστέρας διαίτης μεταλάβῃ, ἐκεῖνος οὐκ ἐπείθετο λέγων δυσαποσπάστως ἔχειν τῆς τοῦ τόπου συνηθείας, ἕως οὗ συνέβη ἅμαξαν τῇδε παριοῦσαν θλᾶσαι αὐτόν.
   Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φαύλοις ἐπιτηδεύμασιν ἐνδιατρίβοντες φθάνουσιν ἀπολλύμενοι πρὶν ἢ ἐπὶ τὰ καλλίονα τρέπεσθαι.
   [Δυο βάτραχοι κατοικούσαν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Ο ένας ζούσε μέσα σε μια βαθιά λίμνη, απομακρυσμένη από το δρόμο, ο άλλος κατοικούσε σε μια λακκούβα με νερό, πάνω στο δρόμο.
   Λέει ο λιμνίσιος βάτραχος στον άλλον, του δρόμου: «έλα κι εσύ να εγκατασταθείς μέσα στη μεγάλη λίμνη, μαζί μ’ εμάς, τους άλλους συναδέλφους σου! Εδώ που ζούμε υπάρχει μπόλικο νερό, μπόλικη τροφή και μεγάλη ασφάλεια. Εκεί που ζεις εσύ, καταμεσής τού δρόμου, τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα: περνάνε άνθρωποι κι άμαξες!».
   Ο βάτραχος τού δρόμου απαντά: «α παπά! Δεν έρχομαι εκεί που ζεις εσύ! Εγώ έχω συνηθίσει στο δικό μου περιβάλλον. Δεν προσαρμόζομαι σε καινούργιο!».
   Συνέχισε λοιπόν να κατοικεί στη μέση τού δρόμου, ώσπου μια άμαξα πέρασε και τον πάτησε.
   Το ίδιο παθαίνουν και μερικοί: δραστηριοποιούνται με ασχολίες επιζήμιες ή συναναστρέφονται άτομα τού υποκόσμου, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να «τρώνε τα μούτρα τους».
   Παροιμίες: «Όποιος ανακατεύγεται με τα πίτερα, τον τρών’ οι κότες», «Αν αγγίξεις πίσσα, θα λερωθείς», «Αν εσμίξεις με καλό, θα γενείς καλύτερος, αν εσμίξεις με κακό, θα γενείς χερότερος», «Όποιος κοιμάται με σκύλους, γεμώνει ψύλλους», «Τον κώλο επήρες μάγειρα, σκατά σού μαγειρεύγει», «Όποιος πειράτζει το γάερο, πίνει τις πορδιές του», «Όποιος πηδά πολλά παλούκια, θα μπει κανένα στον κώλον του»].

  1. Βάτραχοι ἐν λίμνῃ

   Βάτραχοι δύο ἐν λίμνῃ ἐνέμοντο. Θέρους δὲ ξηρανθείσης τῆς λίμνης, ἐκείνην καταλιπόντες ἐπεζήτουν ἑτέραν. Καὶ δὴ βαθεῖ περιέτυχον φρέατι, ὅπερ ἰδὼν ἅτερος θατέρῳ φησί· «Συγκατέλθωμεν, ὦ οὗτος, εἰς τόδε τὸ φρέαρ». Ὁ δὲ ὑπολαβὼν εἶπεν· «Ἂν οὖν καὶ τὸ ἐνθάδε ὕδωρ ξηρανθῇ, πῶς ἀναβησόμεθα;».
   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ ἀπερισκέπτως προσιέναι τοῖς πράγμασιν.
   [Δυο βάτραχοι ζούσαν σε μια λίμνη. Το καλοκαίρι ξεράθηκε η λίμνη, οι βάτραχοι έφυγαν, κι έψαχναν άλλο μέρος για να ζήσουν. Έτυχε να συναντήσουν ένα βαθύ πηγάδι.
   Λέει ο ένας: «έλα να κατεβούμε μέσα στο πηγάδι!». Μα ο άλλος απάντησε: «αν όμως το πηγάδι ξεραθεί, πώς θ’ ανεβούμε πάνω;».
   Δίδαγμα: οι σώφρονες άνθρωποι δεν προβαίνουν σε απερίσκεπτες και κουτουριάρηκες ενέργειες, διότι θα εισπράξουν και το ανάλογο τίμημα.
   Παροιμίες: «Δέκα μέτρα κι ένα κόβγε!», «Χωρίς μέτρα μήτε η κάρτσα!»].

Latest..

Θεόδωρος  Ι. Μπαβέας : 5- Δεκεμβρίου 2023 Παγκόσμια. Ημέρα Εθελοντισμού Εθελοντισμός είναι ελπίδα και προσφορά

ΛΗΜΝΟΣ: Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και … [Read More...]

Από την Αρχιερατική Θεία Λειτουργία του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου, στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων στην Κάλυμνο (video)

ΚΑΛΥΜΝΟΣ: Για να μπορούν να προσφέρουμε μια προσωποποιημένη εξυπηρέτηση, χρησιμοποιούμε αλφαριθμητικά αρχεία αναγνώρισης, τα λεγόμενα cookies. Τα cookies χωρίζονται σε μόνιμα … [Read More...]