ΧΙΟΣ :
- Λύκος τετρωμένος καὶ πρόβατον
Λύκος ὑπὸ κυνῶν δηχθεὶς καὶ κακῶς διατεθεὶς ἐβέβλητο τροφὴν ἑαυτῷ περιποιεῖσθαι μὴ δυνάμενος· καὶ δὴ θεασάμενος πρόβατον, τούτου ἐδεήθη ποτὸν αὐτῷ ὀρέξαι ἐκ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ· «Ἐὰν γὰρ σύ μοι ποτὸν δῷς, ἐγὼ τὴν τροφὴν ἐμαυτῷ εὑρήσω». Τὸ δὲ ὑποτυχὸν ἔφη· «Ἐὰν ποτόν σοι ἐπιδώσω ἐγώ, σὺ καὶ τροφῇ μοι χρήσῃ».
Πρὸς ἄνδρα κακοῦργον δι’ ὑποκρίσεως ἐνεδρεύοντα ὁ λόγος εὔκαιρος.
[Ήταν, μια φορά, ένας λύκος που τον είχαν καταδαγκωμένο τα σκυλιά. Βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση κι ήταν σωριασμένος στη γη. Δεν ήταν σε θέση να πιάσει τίποτα για να φάει. Κάποια στιγμή βλέπει ένα πρόβατο εκεί κοντά. Αμέσως αρχίζει τα παρακάλια γυρεύοντας απ’ το πρόβατο να του φέρει λίγο νερό απ’ τον διπλανό ποταμό: «φέρε μου μια στάλα νερό! Κι εγώ μετά θα βρω καί τροφή!».
Το πρόβατο, που κατάλαβε τούς σκοπούς τού λύκου, είπε: «δε σφάξανε!! Αν σου κουβαλήσω νερό, αμέσως μετά εγώ θα γίνω η τροφή σου!».
Ο μύθος ταιριάζει για κακούργους που πασχίζουν, με την υποκρισία, να στήνουν παγίδες στους άλλους.
Παροιμία: «Ώσπου να κάμει τη δουλειά του τάζει κουβούκλια με τα κλήματα» (Χίος)].
- Μάντις
Μάντις ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς καθεζόμενος ἠργυρολόγει. Ἐλθόντος δέ τινος αἰφνίδιον πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπαγγείλαντος ὡς τῆς οἰκίας αὐτοῦ αἱ θύραι ἀνεσπασμέναι εἰσὶ καὶ πάντα τὰ ἔνδον ἐκπεφορημένα, ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ᾔει δρόμῳ τὸ γεγονὸς ὀψόμενος. Τῶν δὲ παρατυχόντων τις θεασάμενος εἶπεν· «Ὦ οὗτος, σὺ τὰ ἀλλότρια πράγματα προειδέναι ἐπαγγελλόμενος τὰ σαυτοῦ οὐ προεμαντεύου;».
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τὸν ἑαυτῶν βίον φαύλως διοικοῦντας καὶ τῶν μηδὲν προσηκόντων προνοεῖσθαι πειρωμένους.
[Ένας μάντης καθόταν στην αγορά, έλεγε τις μαντείες του στους περαστικούς, και μάζευε χρήματα. Ξαφνικά, εκεί που μάντευε, ήρθαν κάποιοι και του είπαν: «Τρέχα γρήγορα στο σπίτι σου! Οι πόρτες τού σπιτιού σου είναι ολάνοιχτες κι από μέσα οι κλέφτες έχουν σηκώσει όλο το νοικοκυριό!».
Ο μάντης τρελλάθηκε απ’ αυτά που άκουσε, σηκώθηκε κι άρχισε τρέχοντας να πάει στο σπίτι του, για να δει από κοντά τι ακριβώς είχε συμβεί. Τότε, κάποιος που τον είδε να τρέχει τού είπε: «Ωραίος μάντης είσαι συ! Αφού δε μπόρεσες να μαντέψεις το κακό που βρήκε το ίδιο σου το σπίτι, προσπαθείς να μας πείσεις πως μπορείς να μαντεύεις τις ξένες υποθέσεις;».
Ο μύθος αυτός προορίζεται για ανθρώπους οι οποίοι, ενώ δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν τα ζητήματα τής προσωπικής τους ζωής, εντούτοις χώνουν τη μύτη τους σε ξένες υποθέσεις για τις οποίες δεν τους πέφτει λόγος.
Παροιμίες: «Γιατρέ, τον εαυτό σου γιάτρεψε!». Λατινική: Medice, cura te ipsum! (Γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου!). «Πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλλες», «Να κάτεχε ο κασίδης γιατρικό θάν’ έκαμε τση κεφαλής του» (Κρήτη). «Πουλεί κωλοφωτιές για φανάρια» (Κρήτη). Ισπανική: «Dar gato por liebre» (Πουλώ φύκια για μεταξωτές κορδέλλες)].
- Μέλισσαι καὶ Ζεύς
Μέλισσαι φθονήσασαι ἀνθρώποις τοῦ ἰδίου μέλιτος ἧκον πρὸς τὸν Δία καὶ τούτου ἐδέοντο ὅπως αὐταῖς ἰσχὺν παράσχηται παιούσαις τοῖς κέντροις τοὺς προσιόντας τοῖς κηρίοις ἀναιρεῖν. Καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ’ αὐτῶν διὰ τὴν βασκανίαν παρεσκεύασεν αὐτάς, ἡνίκα ἂν τύπτωσί τινα, τὸ κέντρον ἀποβαλεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο καὶ τῆς σωτηρίας στερίσκεσθαι.
Οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν πρὸς ἄνδρας βασκάνους οἳ καὶ αὐτοὶ βλάπτεσθαι ὑπομένουσιν.
[Οι μέλισσες κάποτε μίσησαν τούς ανθρώπους επειδή αυτοί συνεχώς τούς κλέβουν το μέλι από τις κυψέλες τους. Πήγαν λοιπόν οι μέλισσες στο Δία και τον παρακάλεσαν: «Δία, δώσε στα κεντριά μας τέτοια δύναμη ώστε, άμα τσιμπούμε κανέναν άνθρωπο μ’ αυτά, την ώρα που πάει να πλησιάσει την κυψέλη μας και να μας κλέψει το κερί, αυτός αμέσως να πεθαίνει!».
Ο Δίας θύμωσε πολύ, βλέποντας την τόση αναίδεια και κακοήθειά τους. Και φρόντισε ο θεός ώστε, κάθε φορά που αυτές τσιμπάνε κάποιον, να χάνουν και το κεντρί τους, και μαζί μ’ αυτό να χάνουν καί τη ζωή τους.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κακοήθεις ανθρώπους που και οι ίδιοι παθαίνουν ζημιές].
- Μελισσουργός
Εἰς μελισσουργοῦ τις εἰσελθών, ἐκείνου ἀπόντος, τό τε μέλι καὶ τὰ κηρία ὑφείλετο. Ὁ δὲ ἐπανελθών, ἐπειδὴ ἐθεάσατο ἐρήμους τὰς κυψέλας, εἱστήκει ταύτας διερευνῶν. Αἱ δὲ μέλισσαι ἐπανελθοῦσαι ἀπὸ τῆς νομῆς, ὡς κατέλαβον αὐτόν, παίουσαι τοῖς κέντροις, τὰ πάνδεινα διετίθεσαν. Κἀκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτάς· «Ὦ κάκιστα ζῷα, ὑμεῖς τὸν μὲν κλέψαντα ὑμῶν τὰ κηρία ἀθῷον ἀφήκατε, ἐμὲ δὲ τὸν ἐπιμελούμενον ὑμῶν δεινῶς τύπτετε».
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων δι’ ἄγνοιαν τοὺς ἐχθροὺς μὴ φυλαττόμενοι, τοὺς φίλους ὡς ἐπιβούλους ἀπωθοῦνται.
[Ένας κλέφτης μπήκε στο εργαστήριο ενός μελισσουργού. Κι επειδή ο μελισσουργός απουσίαζε καθώς κι οι μέλισσες, έκλεψε καί το μέλι καί τις κηρήθρες. Όταν γύρισε στο εργαστήριο ο μελισσουργός, διαπίστωσε πως έλειπαν οι κηρήθρες μέσ’ απ’ τις κυψέλες. Καθόταν κι έψαχνε γύρω γύρω να καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει.
Εκείνη την ώρα όμως έτυχε να γυρίσουν κι οι μέλισσες απ’ τη βοσκή τους. Είδαν το μελισσουργό και νόμισαν πως εκείνος έκλεψε τις κηρήθρες τους. Και φυσικά τόν τάραξαν στα τσιμπήματα.
Κι ο μελισσουργός απευθυνόμενος προς τις μέλισσες: «ελεεινά κι αχάριστα πλάσματα, εκείνον που σας κατάκλεψε δεν τον πειράξατε. Εμένα που σας φροντίζω μέρα νύχτα, με ταράξατε στα τσιμπήματα!».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με ορισμένους ανθρώπους: λόγω άγνοιας δεν προφυλάγονται απ’ τους πραγματικούς εχθρούς τους, ενώ διώχνουν μακριά τούς αληθινούς φίλους τους, περνώντας τους για προδότες.
Παροιμίες: «Άλλος φταίχει, άλλος πλερώνει» (Χίος). «Άλλοι μπαίνουνε ‘ς τσοι κήπους κι άλλοι παίρνουνε τσοι χτύπους./Αν μεθύσεις θα σε δείρω, κι αν μεθύσω θα σε δείρω» (Κρήτη). «Άλλος ο κακός κι άλλος ο κακομοίρης» (Κάρπαθος). «Τα γουρούνια βρομάνε, τα κουδούνια βαράνε». «Τὸ κυνὸς κακὸν ὗς ἀπέτισεν» (ο σκύλος φταίει, ο χοίρος την πληρώνει). Βυζαντινή: «ἡ παπαδιὰ παρέπεσεν, ἐξύβισε τὴν κοίτην,/καὶ καθαιροῦσι τὸν παπᾶν, αἲ συμφορὰ μεγάλη!» (Μιχαήλ Γλυκάς, στ. 272-273)].
- Μύρμηξ
Μύρμηξ ὁ νῦν τὸ πάλαι ἄνθρωπος ἦν· καὶ τῇ γεωργίᾳ προσέχων τοῖς ἰδίοις πόνοις οὐκ ἠρκεῖτο, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀλλοτρίοις ἐποφθαλμιῶν διετέλει τοὺς τῶν γειτόνων καρποὺς ὑφαιρούμενος. Ζεὺς δὲ ἀγανακτήσας κατὰ τῆς πλεονεξίας αὐτοῦ μετεμόρφωσεν αὐτὸν εἰς τοῦτο τὸ ζῷον ὃς μύρμηξ καλεῖται. Ὁ δὲ καὶ τὴν μορφὴν ἀλλάξας τὴν διάθεσιν οὐ μετεβάλετο· μέχρι γὰρ νῦν κατὰ τὰς ἀρούρας περιιὼν τοὺς ἄλλων πυροὺς καὶ κριθὰς συλλέγει καὶ ἑαυτῷ ἀποθησαυρίζει.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φύσει πονηροί, κἂν τὰ μάλιστα κολάζωνται, τὸν τρόπον οὐ μετατίθενται.
[Ο μέρμηγκας κάποτε ήταν άνθρωπος, και μετά πήρε την τωρινή του μορφή. Έδινε μεγάλη προσοχή στη γεωργία. Αλλά δεν του ήταν αρκετοί οι δικοί του κόποι και οι δικές του δούλεψες, παρά εποφθαλμιούσε και των γειτόνων τα χωράφια, κι έκλεβε κι από ’κείνα καρπούς.
Ο Δίας τον σιχάθηκε για την πλεονεξία και την αχορταγιά του, και τον μεταμόρφωσε στο γνωστό σ’ όλους μας έντομο, που το λέμε μέρμηγκα. Ωστόσο, παρόλο που ο μέρμηγκας άλλαξε μορφή και σώμα, δεν άλλαξε τα φυσικά του: μέχρι και σήμερα έχει στο αίμα του την κλεπτομανία και τη διάθεση να μαζεύει τα πάντα. Μέρα νύχτα περιδιαβαίνει τα ξένα χωράφια, κλεφτολογά ό,τι βρίσκει μπροστά του (σπόρους, κριθάρια, σιτάρια) και τα κουβαλά στις αποθήκες του.
Ο μύθος υπαινίσσεται πως τα κακά φυσικά ορισμένων, τα ορμέμφυτά τους, παραμένουν ίδια και δεν ξεκολλούν αποπάνω τους, όσες τιμωρίες κι αν τους επιβληθούν.
Παροιμίες: «Το κακό φυσικό πολλαίνει, δε λιγαίνει» (=οι κακές ροπές και ιδιοτροπίες τού κάθε ανθρώπου, με το πέρασμα τής ηλικίας, χειροτερεύουν) (Βουνός). «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του,/μήτε την τρίχα τ’ άλλαξε μήτε την κεφαλήν του» (Χίος). «Ο λύκος κι αν αρρώστησε κι αν εκαλογερεύθη, το μαλλί του αν άλλαξε, την γνώσι του την έχει» (Γιάννενα). Γνώμες Μενάνδρου: «Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν» (Μην έχεις την αφελή προσδοκία ότι ένας παλιάνθρωπος και κακός χαρακτήρας μπορεί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο!) (Μένανδρος 282)./«Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον» (Δύσκολο ν’ αλλάξεις τον παλιάνθρωπο!) (Μένανδρος 530)./«Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ» (Τα πάντα έχουν μιαν αξία. Μονάχα ο κακός χαρακτήρας δεν έχει την ελάχιστη αξία) (Μένανδρος 559)].
- Μυῖαι
Ἔν τινι ταμιείῳ μέλιτος ἐπεκχυθέντος, μυῖαι προσπτᾶσαι κατήσθιον· διὰ δὲ τὴν γλυκύτητα τοῦ καρποῦ οὐκ ἀφίσταντο. Ἐμπαγέντων δὲ αὐτῶν τῶν ποδῶν, ὡς οὐκ ἐδύναντο ἀναπτῆναι, ἀποπνιγόμεναι ἔφασαν· «Ἄθλιαι ἡμεῖς, αἳ διὰ βραχεῖαν ἡδονὴν ἀπολλύμεθα».
Οὕτω πολλοῖς ἡ λιχνεία πολλῶν αἰτία κακῶν γίνεται.
[Από ένα βάζο χύθηκε έξω λίγο μέλι. Κάποιες μύγες πέσανε πάνω στο χυμένο μέλι και το ρουφούσαν. Η γλύκα τού μελιού τις κρατούσε εκεί, και δεν έφευγαν. Όμως, πάνω στη λαιμαργία τους, πασαλείφτηκαν ολόκληρες και βούλιαξαν, από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, στο μέλι. Δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν και να πετάξουν.
Και, καθώς πνίγονταν μέσα στα μέλια, έλεγαν: «Το κεφάλι μας τα φταίει! Για μια σύντομη απόλαυση χάνουμε τη ζωή μας!».
Πολλοί φτάνουν στο θάνατο από τη γούλα τους: κάποιοι λαίμαργοι και κοιλιόδουλοι άνθρωποι, με τη γαστριμαργία που τους διακατέχει, υπονομεύουν την υγεία τους.
Παροιμίες: «Ήφαγεν το κεφάλιν του αφ’ τη γούλαν του» (Βουνός). «Δεν τό ’χει ο κόρακας πως εψόφησε, μόνο πως δεν ήφαε», «Αρωτήσαν το χοίρο ‘θέλεις φαγί για ζωή;’, κι είπεν ‘φαγί’»].
Παράλληλο κείμενο
Ο ποντικός τζιαι το παστέλλι (Κυπριακό παραμύθι)
Μια φορά τζιαι ένα τζιαιρό είσιεν ένα ποντικό. Τούτος ο ποντικός, έκαμε την φωλιά του μες τον τοίχο τού σπιθκιού μιου ζαχαροπλάστη. Άμμα τζιαι έππεφτεν η νύχτα, ο ποντικός εξημούττιζεν που την φωλιά τζιαι έφκεννεν στο σεργιάνι για να έβρει φαΐ να φάει. Τζιαι τι δεν έβρισκε πας τους πάγκους του ζαχαροπλάστη. Γαλατοπούρεκκα βραστά, καταΐφκια με τες κούννες, σοκολατίνες, αθάσια βουττημένα μες το μέλι.
Μια νύχτα ο ποντικός εφκήκε που την τρύπα του για να κάμει την συνηθισμένη του τη βόλτα. Πάεννε τζιαι να πάεις, εσύγκοψε το μάτι του κάτι να φεντζιάζει μες τον τσέστο. Εστάθην που κάτω τζιαι εθώρεν. «Άραγες σου, ήντα που εν τούτο το γλυκό που έκαμε ο ζαχαροπλάστης τζιαι εκρέμμασέ το μες τον τσέστο; Πρέπει να εν κάτι πολλά ωραίο για να το βάλει τζει πάνω, τζει που εν το φτάννει κανένας». Στην πολλή την ώρα που εκάθετουν τζιαι εθώρεν το ταβάνι, έρεξεν που τζιαμέ μια κουτσουκούτα. «Ήντα που κάμνεις δαμέ, κύριε ποντικέ μου; Ήντα έμεινες τζιαι θωρείς το ταβάνι;» λαλεί του.
«Σκέφτουμαι τζιαι ξανασκέφτουαι, τζιαι κατεβάζει ο νους μου πώς να πετάσω τζιαι να φκώ, να πάω πας τον τσέστο να κατεβάσω το γλυκό που εκρέμμασεν ο ζαχαροπλάστης». Λαλεί του η κουτσουκούτα: «Εγώ έχω σου την λύση. Αλλά για να σε βοηθήσω πρέπει να μου δώκεις το μισό τού γλυκού που εν να κατεβάσεις που τον τσέστο. Δέχεσαι;». «Δέχουμαι καλό» λαλεί της ο ποντικός. «Το λοιπόν» λαλεί του η κουτσουκούτα. «Έχω ένα κουτάλι χωσμένο μες την τρύπα μου. Να το φέρω τζιαι να το βάλουμε κάτω που το τσέστο. Να κάτσεις μες την κούππα τού κουταλιού τζιαι εγώ εν να τραππιδήσω πας την άκρα του. Που την δύναμη θα πεταχτείς ψηλά τζιαι να κάτσεις μες το τσέστο». Δίχα να χάσουν χρόνο, εβάλαν το κουτάλι κάτω που το τσέστο. Ππιά μιαν η κουτσουκούτα πας το κουτάλι, ο ποντικός επέτασεν ως την μέση. Ππια θκυό η κουτσουκούτα, ο ποντικός επέτασεν ως τα τρία τέταρτα. Ππια τρεις η κουτσουκούτα τζιαι έ τον ποντικό, έππεσεν μες τον τσέστο. Κοντέφκει ο ποντικός τού γλυκού τι να δει, ένα μεγάλο κομμάτι παστελλί με τες αθασόκουννες τζιαι το σουσάμι. «Εκάμαέν την λαχείο» λαλεί ο ποντικός. Έλα όμως που εν εξαναείδεν παστέλλι τζιαι έν έξερεν ο καημένος ότι το παστέλλι κολλιτσιάζει. Βάλλει που λέτε το πρώτο του το πόδι πας το παστέλλι, εκόλλησε. Πάει να βάλει το δεύτερο για να ξικολλήσει το πρώτο, εκόλλησε τζιαι τζείνο. Πάει να βάλει τα πίσω του πόθκια για να κουντήσει τα άλλα να ξικολλήσουν, εκόλλησεν ολόκληρος. Σούζεται ποτζεί, σούζεται ποδά. Τίποτε, έμεινεν κολλημένος πας το παστέλλι. Άρκεψε να φωνάζει «Βοήθεια, βοήθεια! Κυρία κουτσουκούτα! Έμεινα κολλημένος πας το παστέλλι! Βοήθα με!». Πού να ακούσει όμως η κουτσουκούτα! Ο ποντικός ήταν τζει πάνω τζει, τζιαι τζείνη ήταν δακάτω δα. Καρτέρα τζιαι να καρτεράς, η κουτσουκούτα εβαρέθηκεν τζιαι εσηκώθηκεν να φύει. Εσκέφτηκε «Τούτος ο ποντικός άλοπως έκατσε να φάει μόνος του το γλύκισμα. Τον παγαπόττη. Έννοια σου όμως τζιαι μια μέρα εν να με έβρει ομπρός του». Ο ποντικός έμεινε μες τον τσέστο ως το πρωί που εσηκώθηκεν ο ζαχαροπλάστης. Αν τα τζιαι είδεν τον κολλημενο πας το παστέλλι του, εν εσκέφτηκε θκυό φορές. Έβαλεν τον έτσι όπως ήταν, με το παστέλλι, να τον φάει η κάττα. «Εν εκάθουμουν στα βραστά μου. Τόσα πράματα μες την κουζίνα ίσια, το παστέλλι ελιμπίστηκα. Έτω τωρά, εν να με φάει η κάττα».
Τζιαι που τζείνη την ημέρα, οι ποντικοί, μόλις δουν φαΐ, δεν χάννουν χρόνο. Πιάννουν το δίχα δεύτερη σκέψη τζιαι βουρούν πίσω στην φωλιά τους. Όσο για τες κουτσουκούτες, ακόμα κρατούν μούτρα τους ποντικούς τζιαι ετοιμάζονται να εκδικηθούν.
[https://istoriovivlio.wordpress.com/2016/11/30]
- Μυῖα
Μυῖα ἐμπεσοῦσα εἰς χύτραν κρέως, ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ ζωμοῦ ἀποπνίγεσθαι ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι· κἂν ἀποθάνω, οὐδέν μοι μέλει».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὸν θάνατον οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀβασανίστως παρακολουθήσῃ.
[Μια μύγα έπεσε μέσα σ’ ένα τσουκάλι γεμάτο με κρεατόσουπα. Εξαιτίας τού ζωμού κινδύνευε να πνιγεί. Τότε λοιπόν, καθώς αισθάνθηκε πως είναι στα τελευταία της, είπε: «ας μην έχω παράπονα απ’ τη ζωή μου! Κι από φαΐ χόρτασα καλά, κι από ποτό χόρτασα καλά, και λουσμένη και πλυμένη φεύγω για τον άλλο κόσμο! Τη ζωή μου τη χόρτασα στα πάντα. Απωθημένα δεν έχω. Καλώς λοιπόν να έρτει ο θάνατος!».
Το παραμύθι υπαινίσσεται θανάτους υπέργηρων ανθρώπων, οι οποίοι αφενός έζησαν μια πλήρη και ευτυχισμένη ζωή κι αφετέρου αφήνουν πίσω τους ευτυχισμένα παιδιά και εγγόνια. Δηλαδή ο θάνατος σε προβεβηκυία ηλικία δεν είναι αιτία πένθους και οδύνης αλλά η φυσική απόληξη μιας πλήρους και δικαιωμένης ζωής.
Παροιμίες: «Έφαγα πουλύ μέλ’ και δε μι μέλ’» (Σάμος). «Τα γεροντόβουδα δεν τα κλαιν» (Αμοργός).//«Γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισιν: ἐπὶ τῶν καθ᾿ ὥραν τελευτησάντων» (Ζηνοβίου). «Ο γέρος οπού πόθανε στη Μεσαρά, θερίζει, και τα παιδιά του τονε κλαίν’, κι εκείνος χαχαρίζει» (Κρήτη). «Θάνατος άκλαυτος» (Βουνός)].
- Μύες καὶ γαλαῖ
Μυσὶ καὶ γαλαῖς πόλεμος ἦν. Ἀεὶ δὲ οἱ μύες ἡττώμενοι, ἐπειδὴ συνῆλθον εἰς ταὐτόν, ὑπέλαβον ὅτι δι’ ἀναρχίαν τοῦτο πάσχουσιν· ὅθεν ἐπιλεξάμενοί τινας ἑαυτῶν στρατηγοὺς ἐχειροτόνησαν. Οἱ δὲ βουλόμενοι ἐπισημότεροι τῶν ἄλλων φανῆναι, κέρατα κατασκευάσαντες ἑαυτοῖς συνῆψαν. Ἐνστάσης δὲ τῆς μάχης, συνέβη πάντας τοὺς μύας ἡττηθῆναι. Οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἐπὶ τὰς ὀπὰς καταφεύγοντες ῥᾳδίως εἰσέδυνον· οἱ δὲ στρατηγοὶ μὴ δυνάμενοι εἰσελθεῖν διὰ τὰ κέρατα αὐτῶν συλλαμβανόμενοι κατησθίοντο.
Οὕτω πολλοῖς ἡ κενοδοξία κακῶν αἰτία γίνεται.
[Είχε ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους ποντικούς και στις γάτες. Οι ποντικοί ήταν συνέχεια οι νικημένοι. Έκαμαν λοιπόν συνέλευση για ν’ αποφασίσουν τι να πράξουν. Η συνέλευση έβγαλε το συμπέρασμα πως οι ποντικοί νικιώνται απ’ τις γάτες επειδή αυτοί δεν έχουν τους κατάλληλους ηγέτες να τα καθοδηγούν. Έτσι η συνέλευση προχώρησε στην εκλογή στρατηγών τών ποντικών.
Αλλά οι στρατηγοί, για να ξεχωρίσουν απ’ τα απλά ποντίκια, κατασκεύασαν τεχνητά κέρατα και τα κόλλησαν πάνω στα κεφάλια τους.
Σαν ξέσπασε η μάχη ποντικών και γατών, πάλι νικήθηκαν τα ποντίκια, και ζήτησαν καταφύγιο στις τρύπες τους. Όλοι οι άλλοι ποντικοί μπόρεσαν πανεύκολα να τρυπώσουν στις φωλιές τους και να γλυτώσουν. Μονάχα οι στρατηγοί τών ποντικών, που είχαν κολλημένα τα κέρατα πάνω στα κεφάλια τους, δε μπορούσαν να μπουν στις τρύπες τους, και φαγώθηκαν απ’ τις γάτες.
Δίδαγμα πρώτο: το «ψώνιο» που έχουν ορισμένοι άνθρωποι είναι και η αιτία για πολλά τους παθήματα.
Δίδαγμα δεύτερο: αν δεν είσαι σε θέση να αναμετρηθείς με κάποιον ισχυρότερό σου και να τον νικήσεις, είναι προτιμότερο να συμβιβαστείς μαζί του για το δικό σου όφελος.
Παροιμίες: «Χέρι που δε μπορείς να δαγκάσεις, σκύβε και φίλα το!» (Χίος). «Χέρι που δε μπορείς να το δακάεις, φίλησέ το να περάεις» (Πυργί). «Αντάν να κατεβαίν’ ο ποταμός, ό,τι βρίσκει μπροστά του παίρνει το./Κάμε τοδ δκιάολογ κουμπάρον, να περάσης το γιοφύριν./Το σέριμ πομ μπορείς να δακκάσης, γλείψε το» (Κύπρος). «Τ’ αφέντη τα καμώματα ή παίνα τα ή βουβάσου!/Και του ποντικού μετάνοια, και τση γάτας προσκυνώ» (Κεφαλλονιά). «Αν είσαι σφυρί χτύπα, κι’ αν είσ’ αμώνι, δέχου./Με τον δυνατόν μην απαλεύγεις και με τον άρχοντα μην κρισολοάσαι./Τ’ αγιού έναν κερίν και του δαιμόνου δυό» (Αμοργός). «Ἐν καιρῷ ἀνάγκης τὴν λάμιαν μητέρα κάλει». «Μὴ πρὸς λέοντα δορκὰς ἅψωμαι μάχης» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].
- Μηναγύρται
Μηναγύρται ὄνον ἔχοντες τούτῳ εἰώθεσαν τὰ σκεύη ἐπιτιθέντες ὁδοιπορεῖν. Καὶ δή ποτε ἀποθανόντος αὐτοῦ ἀπὸ κόπου, ἐκδείραντες αὐτόν, ἐκ τοῦ δέρματος τύμπανα κατεσκεύασαν καὶ τούτοις ἐχρῶντο. Ἑτέρων δὲ αὐτοῖς μηναγυρτῶν ἀπαντησάντων καὶ πυνθανομένων αὐτῶν ποῦ εἴη ὁ ὄνος, ἔφασαν τεθνηκέναι μὲν αὐτόν, πληγὰς δὲ τοσαύτας λαμβάνειν ὅσας ποτὲ οὐδὲ ζῶν ὑπέμεινεν.
Οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν ἕνιοι, καίπερ τῆς δουλείας ἀφειμένοι, τῶν δουλικῶν ἀρχῶν οὐκ ἀπαλλάττονται.
[Κάποιοι μηναγύρτες (γυρολόγοι ζητιάνοι και τραγουδιστές) χρησιμοποιούσαν έναν γάιδαρο, όταν γύριζαν και ζητιάνευαν τραγουδώντας, πάνω στον οποίο συνήθιζαν να φορτώνουν τα πράγματά τους. Οι ίδιοι πάντα οδοιπορούσαν. Κάποτε ο γάιδαρός τους πέθανε από κόπωση. Τότε οι μηναγύρτες τον γδάρανε το γάιδαρο και, απ’ το τομάρι του, φτιάξανε τύμπανα, τα οποία χτυπούσαν καθώς τριγύριζαν εδώ κι εκεί.
Μια φορά, η παρέα αυτή τών μηναγυρτών συνάντησε μια άλλη παρέα μηναγυρτών, οι οποίοι τούς ρώτησαν: «εσείς είχατε κι έναν γάιδαρο, τώρα πού είναι;». – «Α, πάει εκείνος ο γάιδαρος, ψόφησε. Τώρα όμως τρώει χτυπήματα όσα δεν έφαγε σ’ όλη του τη ζωή!» (δηλαδή ως τύμπανο που έχει γίνει δέχεται τα χτυπήματα).
Δίδαγμα: το ίδιο συμβαίνει και με τους δούλους, δηλαδή, κι αν ακόμα απαλλαγούν απ’ τη δουλεία κι αποκτήσουν την ελευθερία τους, παρ’ όλα αυτά και ως ελεύθεροι διατηρούν το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τού δούλου. Άνθρωποι με ποταπό φρόνημα, ακόμα κι αν ανέλθουν κοινωνικά, διατηρούν την εγγενή «χωριατιά» τους.
Παροιμίες: «Το γύφτο ’κάμαν βασιλιά κι αυτός γύρευε ρείκια» (Χίος). «Τη γύφτισσα την πηγαίνανε ναν την κάμουνε βασίλισσα κι εκείνη έλεγε «Ρείκι για κάρβουνο» (Λευκάδα). «Έκαμαν τον καρβουνάν βασιλέαν τσ’ είδεν τους πεύκους τσ’ ενεστέναξε» (Καστελλόριζο). «Ο μάντης ρήας κι αν γενεί, πάλι μαγκειές (=μαντειές) μυρίζει» (Κύπρος)].
- Ζεύς καί ἀλώπηξ
Ζεὺς ἀγασάμενος ἀλώπεκος τὸ συνετὸν τῶν φρενῶν καὶ τὸ ποικίλον τὸ βασίλειον αὐτῇ τῶν ἀλόγων ζῴων ἐνεχείρισε. Βουλόμενος δὲ γνῶναι εἰ τὴν τύχην μεταλλάξασα μετεβάλετο καὶ τὴν γλισχρότητα, φερομένης αὐτῆς ἐν φορείῳ κάνθαρον παρὰ τὴν ὄψιν ἀφῆκεν. Ἡ δὲ ἀντισχεῖν μὴ δυναμένη, ἐπειδὴ περιίπτατο τῷ φορείῳ, ἀναπηδήσασα ἀκόσμως συλλαβεῖν αὐτὸν ἐπειρᾶτο. Καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ’ αὐτῆς πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν τάξιν ἀποκατέστησεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων, κἂν τὰ προσχήματα λαμπρότερα ἀναλάβωσιν, τὴν γοῦν φύσιν οὐ μετατίθενται.
[Ο Ζευς θαύμασε το κοφτερό μυαλό τής αλεπούς και την πονηριά της. Γι’ αυτό κι αποφάσισε να της εμπιστευτεί τη βασιλεία όλων τών ζώων. Παράλληλα ο Ζευς ήθελε, χαρίζοντας στην αλεπού τη βασιλεία τών ζώων, να εξακριβώσει αν η αλεπού, αλλάζοντας κοινωνική θέση, θα άλλαζε και τον ελεεινό της χαρακτήρα, δηλαδή τη μικροπρέπεια και τα χαμερπή της ένστικτα.
Μια φορά λοιπόν, καθώς μετέφεραν την αλεπού πάνω σε μια εξέδρα τα άλλα ζώα και πήγαιναν να την εγκαταστήσουν στο θρόνο ως βασίλισσα, εκείνη τη στιγμή ο Δίας αμόλησε ένα σκαθάρι μπροστά στα μούτρα τής αλεπούς.
Και βέβαια η αλεπού – επειδή είναι αλεπού – δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί: κάνει ένα σάλτο να τσακώσει το μαμούνι, και πέφτει απ’ τον ψηλό θρόνο πάνω στον οποίο τη μετέφεραν.
Σαν είδε εκείνη τη σκηνή ο Δίας, απηύδησε, και, φυσικά, την επανέφερε πίσω στην παλιά της κατάσταση.
Ο μύθος διδάσκει ότι οι ευτελείς άνθρωποι, ακόμα κι αν φορτωθούν με φανταχτερά στολίδια, ακόμα κι αν ανέβουν κοινωνικά και οικονομικά, παραμένουν στη φύση τους «γύφτοι». Δηλαδή η ψυχική τους γυφτιά ουδέποτε μετουσιώνεται σε ψυχική αριστοκρατία].