ΧΙΟΣ :
- Μύρμηξ καί κάνθαρος
Θέρους ὥρᾳ μύρμηξ περιπατῶν κατὰ τὴν ἄρουραν πυροὺς καὶ κριθὰς συνέλεγεν, ἀποθησαυριζόμενος ἑαυτῷ τροφὴν εἰς τὸν χειμῶνα. Κάνθαρος δὲ τοῦτον θεασάμενος ἐθαύμασεν ὡς ἐπιπονώτατον, εἴγε παρ’ αὐτὸν τὸν καιρὸν μοχθεῖ παρ’ ὃν τὰ ἄλλα ζῷα πόνων ἀφειμένα ῥᾳστώνην ἄγει. Ὁ δὲ τότε μὲν ἡσύχαζεν· ὕστερον δέ, ὅτε χειμὼν ἐνέστη, τῆς κόπρου ὑπὸ τοῦ ὄμβρου ἐκλυθείσης, ὁ κάνθαρος ἧκε πρὸς αὐτὸν λιμώττων καὶ τροφῆς μεταλαβεῖν δεόμενος. Ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ὦ κάνθαρε, ἀλλ’ εἰ τότε ἐπόνεις, ὅτε ἐμόχθουν καὶ ἐμὲ ὠνείδιζες, οὐκ ἂν νῦν τροφῆς ἐπεδέου».
Οὕτως οἱ παρὰ τὰς εὐθηνείας τοῦ μέλλοντος μὴ προνοούμενοι παρὰ τὰς τῶν καιρῶν μεταβολὰς τὰ μέγιστα δυστυχοῦσιν.
[Μέσα στο κατακαλόκαιρο, ο μέρμηγκας περπατούσε μέσα στα χωράφια κι αγωνιζόταν επίπονα μαζεύοντας κι αποθηκεύοντας σπόρους και κάθε είδους τροφή, προμήθειες για την αντιμετώπιση τού χειμώνα.
Ένα σκαθάρι πρόσεξε το μέρμηγκα, που δούλευε μέσα στον καύσωνα τού καλοκαιριού, και τον ελεεινολόγησε: «βρε κορόιδο, τι ζόρια τραβάς, καλοκαιριάτικα! Κοπιάζεις και ιδρώνεις, τέτοια εποχή, που όλα τα ζωντανά πλάσματα παρατάνε τις δουλειές τους και κάμνουν διακοπές!!».
Το σκαθάρι, εκείνη την εποχή, τεμπέλιαζε κι έτρωγε απ’ τα έτοιμα: έτρωγε κοπριές τών ζώων που υπήρχαν άφθονες μέσα στα χωράφια.
Μετά από λίγο καιρό όμως, όταν μπήκε για τα καλά ο χειμώνας, οι βροχές ξέπλυναν όλες τις κοπριές, με αποτέλεσμα το σκαθάρι να ψοφά τής πείνας.
Έτσι επισκέπτεται το μέρμηγκα και τον παρακαλεί να του προσφέρει λίγο φαγητό. Ο μέρμηγκας απαντά: «βρε αχαΐρευτε κι ανοικοκύρευτε, αν το καλοκαίρι στρωνώσουνα στη δουλειά, αντί να ασκείς κριτική σ’ εμένα που μοχθούσα, τώρα δεν θα σού ’λειπε το φαγί!».
Δίδαγμα: όσοι δεν προνοούν για το μέλλον τους από τον καιρό κιόλας τής αφθονίας, πέφτουν σε τρομακτική δυστυχία άμα αλλάξουν οι περιστάσεις. Ο μύθος διδάσκει ότι ο φρόνιμος και συνετός άνθρωπος οφείλει από πολύ νωρίς να λαμβάνει μέριμνα για τα απαραίτητα και να μη δείχνει αμέλεια. Διότι, στην ενάντια περίπτωση, κάποια στιγμή, όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την Ανάγκη, θα είναι ανήμπορος να καλύψει τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις του.
Παροιμίες: «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύγουν», «Πόχει μύγα στο κεφάλι πριν τού ήλιου βάλλει σκιάδι./Πρόβλεψε στον καιρό, για νά ’χεις στην ανάγκη./Του καλού πατέρα τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγερεύουν./Φύτεψε μηλιά, για νά ’χεις να τρως μήλα (Αμοργός). «Τ’ φτουχού τα πιδιά πριν πεινάσνι μαγειρεύνι» (Σάμος). Ποντιακή: «Η κοσσάρα όντες έρται τ’ ωβγόν ’ς σον κώλον ατ’ς αραεύ’ φωλέαν» (Η κότα όταν έρθει το αβγό στον κώλο της ψάχνει για φωλιά). Ανάλογες αρχαίες: «Πρόνοιαν τίμα» (Να τιμάς την προνοητικότητα) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Ὅρα τὸ μέλλον» (Να κοιτάζεις το μέλλον) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). Γνώμη Μενάνδρου: «Λαβέ πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου (Μερίμνησε από νωρίς για την εξασφάλιση τού βιοπορισμού σου!) (Μένανδρος 331). Ιαπωνέζικη παροιμία: «Όταν διψάσεις, είναι πολύ αργά για να σκάψεις ένα πηγάδι»].
- Μύρμηξ καὶ τέττιξ
Ψῦχος ἦν καὶ χειμὼν κατ᾽ Ὀλύμπου. μύρμηξ δὲ πολλὰς συνάξας ἐν ἀμητῷ ἐν ἰδίοις οἴκοις ἀπέθηκε. τέττιξ δὲ ἐπὶ τρώγλης ἐνδύνας ἐξέπνει τῇ πείνῃ λιμῷ κατεχόμενος καὶ ψύχει πολλῷ· ἐδεῖτο οὖν τοῦ μύρμηκος τροφῆς μεταδοῦναι, ὅπως καὶ αὐτὸς πυροῦ τινος γευσάμενος σωθείη. ὁ δὲ μύρμηξ πρὸς αὐτόν· «ποῦ», φησίν, «ἦς τῷ θέρει; πῶς οὐ συνῆξας τροφὰς ἐν ἀμητῷ;» καὶ ὁ τέττιξ φησί· «ᾖδον καὶ ἔτερπον τοὺς ὁδοιποροῦντας». ὁ δὲ μύρμηξ γέλωτα πολὺν ‹αὐτῷ› καταχέας ἔφη· «οὐκοῦν χειμῶνος ὀρχοῦ».
Διδάσκει ἡμᾶς ὁ μῦθος, ὅτι οὐδὲν κρεῖττον τοῦ φροντίζειν τῶν ἀναγκαίων τροφῶν καὶ μὴ ἀπασχολεῖσθαι εἰς τέρψιν καὶ κωμασίαν.
[Μια φορά έκανε δυνατή παγωνιά κι έπεφτε βροχή απ’ τον ουρανό. Ο μέρμηγκας είχε συνάξει πολλούς σπόρους και καρπούς, απ’ τον καιρό τής καλοκαιρινής συγκομιδής, και τους είχε μέσα στις αποθήκες τού σπιτιού του. Αντίθετα ο τζίτζικας είχε χωθεί σε μια παλιότρυπα και κόντευε να πεθάνει από την πείνα. Τον βασάνιζε η έλλειψη τροφής και το ανυπόφορο κρύο.
Πηγαίνει λοιπόν στο σπίτι τού μέρμηγκα και τον εκλιπαρεί να του δώσει λίγη τροφή, για να μπορέσει κι ο ίδιος – βάζοντας κανένα σπυρί σιτάρι στο στόμα του – να στυλωθεί στα πόδια του.
Όμως ο μέρμηγκας τόν κατσάδιασε χοντρά: «Δε μου λες φιλαράκο, πού ήσουν όλο το καλοκαίρι; Γιατί δε μάζεψες κι εσύ προμήθειες, τον καιρό τής συγκομιδής;». – «Ξέρεις…, εγώ, το καλοκαίρι, τραγουδούσα για να ψυχαγωγώ τούς περαστικούς».
Ο μέρμηγκας τότε έσκασε στα γέλια και λέει κατάμουτρα στον τζίτζικα: «Α, έτσι! Όλο το καλοκαίρι λοιπόν τραγουδούσες! Ε, τώρα που πλάκωσε ο χειμώνας, ρίξε και κανέναν χορό!».
Δίδαγμα: το σπουδαιότερο όλων είναι να φροντίζουμε για τα απαραίτητα τής ζωής, μεριμνώντας για το απρόβλεπτο μέλλον, κι όχι να σπαταλούμε το χρόνο ή το χρήμα μας σε γλέντια και διασκεδάσεις].
- Σῦς ἄγριος καὶ ἀλώπηξ
Σῦς ἄγριος ἑστὼς παρά τι δένδρον τοὺς ὀδόντας ἠκόνα. Ἀλώπεκος δὲ αὐτὸν ἐρομένης τὴν αἰτίαν δι’ ἥν, μηδενὸς αὐτῷ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου ἐφεστῶτος, τοὺς ὀδόντας θήγει, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐ ματαίως τοῦτο ποιῶ· ἐὰν γάρ με κίνδυνος καταλάβῃ, οὐ τότε περὶ τὸ ἀκονᾶν ἀσχοληθήσομαι, ἑτοίμοις δὲ οὖσι χρήσομαι».
Ὁ λόγος διδάσκει δεῖν πρὸ τῶν κινδύνων τὰς παρασκευὰς ποιεῖσθαι.
[Ένας αγριόχοιρος στεκόταν δίπλα σ’ ένα δέντρο κι ακόνιζε τα δόντια του. Μια αλεπού τον είδε και τον ρώτησε για ποιον λόγο το κάνει αυτό αφού ούτε κάποιος κυνηγός υπήρχε εκεί κοντά ούτε κάποιος άλλος κίνδυνος: «γιατί τροχίζεις τα δόντια σου πάνω στο δέντρο; Δεν υπάρχει εδώ κοντά κανένας κυνηγός ή κάποιος άλλος κίνδυνος για σένα!». – «Έχω λόγο που το κάνω αυτό: αν εμφανιστεί άξαφνα είτε κυνηγός είτε άλλος κίνδυνος, τότε δεν θά ’χω χρόνο να τροχίσω τα δόντια μου, όμως θα τά ’χω έτοιμα για πόλεμο!».
Δίδαγμα: ο γνωστικός άνθρωπος παίρνει έγκαιρα τα μέτρα του για ν’ αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα θα του φέρει η ζωή στο μέλλον].
- Μύρμηξ καί περιστερά
Μύρμηξ διψήσας, κατελθὼν εἰς πηγήν, παρασυρεὶς ὑπὸ τοῦ ῥεύματος ἀπεπνίγετο. Περιστερὰ δὲ τοῦτο θεασαμένη κλῶνα δένδρου περιελοῦσα εἰς τὴν πηγὴν ἔρριψεν, ἐφ’ οὗ καὶ καθίσας ὁ μύρμηξ διεσώθη. Ἰξευτὴς δέ τις μετὰ τοῦτο τοὺς καλάμους συνθεὶς ἐπὶ τὸ τὴν περιστερὰν συλλαβεῖν ᾔει. Τοῦτο δ’ ὁ μύρμηξ ἑωρακὼς τὸν τοῦ ἰξευτοῦ πόδα ἔδακεν. Ὁ δὲ ἀλγήσας τούς τε καλάμους ἔρριψε καὶ τὴν περιστερὰν αὐτίκα φυγεῖν ἐποίησεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ τοῖς εὐεργέταις χάριν ἀποδιδόναι.
[Ένα μυρμήγκι δίψασε και κατέβηκε σε μια πηγή. Όμως παρασύρθηκε από το ρέμα και κόντευε να πνιγεί. Ένα περιστέρι, που είδε αυτή την εικόνα, έφερε ένα κλωνάρι και τό ’ριξε στην πηγή. Έτσι το μυρμήγκι κάθισε πάνω στο κλωνάρι και σώθηκε.
Ύστερα απ’ αυτά, ένας ιξευτής (ξοβεργάρης, πουλολόγος) συνάρμοσε τα καλάμια του με σκοπό, όπως πίστευε, να αιχμαλωτίσει το περιστέρι. Όμως το μυρμήγκι, που κατάλαβε τι σχεδίαζε ο ιξευτής, δάγκωσε το πόδι τού πουλολόγου. Κι αυτός, επειδή πόνεσε, έριξε κάτω τα καλάμια και, κατ’ αυτό τον τρόπο, βοήθησε στο να πετάξει και να γλυτώσει το περιστέρι.
Δίδαγμα: στον ευεργέτη πρέπει να ανταποδίδεται η ευεργεσία.
Παροιμίες: «Μην κατουρείς στο πηγάδι που σε ξεδίψασε!», «Λαβὼν ἀπόδος» (Αν πάρεις κάτι, να το δώσεις πίσω) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Ἀντιπελαργεῖν: ἐπὶ τῶν τὰς χάριτας ἀνταποδιδόντων. Λέγονται γὰρ οἱ πελαργοὶ γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν, καὶ μὴ δυναμένων ἵπτασθαι, φέρειν ἐπὶ τῶν ὤμων» (Ζηνοβίου)].
- Μῦς ἀρουραῖος καί μῦς ἀστικὸς
Μῦς ἀρουραῖος ἐκάλεσεν ἐφ᾽ ἑστίασιν μῦν ἀστικὸν καὶ παρεῖχεν αὐτῷ σιτεῖσθαι τὰ ἐν ἀγρῷ, συκῶν τε καὶ σταφυλῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων. ὁ δὲ πολλὴν αὐτοῦ πενίαν κατεγίνωσκεν, ἐκέλευέν τε τῇ αὔριον ἀφικνεῖσθαι πρὸς αὐτόν. καὶ ὃς εἰς πλουσίου ταμεῖον αὐτὸν εἰσαγαγὼν παρεῖχεν εὐωχεῖσθαι τοῦτο μὲν κρεῶν παντοδαπῶν, τοῦτο δὲ ἰχθύων, ἔτι δὲ καὶ πλακούντων. ἐν ᾧ δὲ πρὸς τούτοις ἦσαν, ἡ ταμιοῦχος ἐπεισῆλθεν καὶ τούτους δέος τε καὶ φυγὴ καταλαμβάνει. καὶ ὁ ἀρουραῖος πρὸς τὸν ἀστικόν· «σὺ μέν», ἔφη, «ταύτης ἀπόλαυε τῆς τροφῆς μετὰ τοσούτων ἐδεσμάτων, ἐγὼ δὲ χαίρω τῇ μετὰ ἀδείας καὶ ἐλευθερίας τροφῇ».
[Μια φορά ένας αρουραίος (ποντικός τών χωραφιών) κάλεσε έναν άλλο φίλο του, ποντικό τής πόλης, για να του κάνει το τραπέζι. Πρόσφερε λοιπόν ο χωραφίσιος ποντικός στον επισκέπτη του ως φαγητό διάφορα καλούδια που υπάρχουν στα χωράφια: σύκα, σταφύλια και άλλα φρούτα.
Ο πρωτευουσιάνος ποντικός όλα αυτά τα φαγιά τα είδε με καταφρόνια, σα μίζερα και φτωχικά. Και μάλιστα πρότεινε στον οικοδεσπότη του: «σε προσκαλώ, αύριο κιόλας, νά ’ρτεις στο δικό μου σπίτι, στην πόλη!».
Πράγματι, την άλλη μέρα ο ποντικός τής εξοχής, ο χωριάτης, επισκέφτηκε τον πρωτευουσιάνο συνάδελφό του. Ο πρωτευουσιάνος έμπασε το χωριάτη φίλο του μέσα σ’ ένα κελάρι που είχε μέσα όλα τα καλά τού κόσμου: κρέατα κάθε λογής, ψάρια, γλυκίσματα. Μέσα εκεί μπορούσαν να κάμουν φαγοπότι τρικούβερτο!
Όμως, πάνω που τό ’χαν ρίξει στο φαΐ, μπαίνει μέσα ξαφνικά η κελάρισσα, η οικονόμος τού σπιτιού. Με το που την ένοιωσαν, τρελλάθηκαν απ’ το φόβο τους κι οι δυο ποντικοί, και ο πρωτευουσιάνος και ο χωριάτης, και πήραν αμέσως δρόμο.
Ύστερα απ’ αυτό το συμβάν ο αρουραίος τής υπαίθρου απευθύνεται προς τον άλλον: «φίλε μου, εσύ μένε εδώ, τρώγε και πίνε όσο φαΐ κι όσες λιχουδιές θέλεις, αλλά μέσα στο φόβο και στον πανικό. Κι άσε εμένα να τρώγω τα φτωχικά φαγιά μου, όμως ελεύθερος κι άφοβος μέσα στα χωράφια!».
Δίδαγμα: χίλιες φορές καλύτερα να ζει κανείς φτωχικά αλλά μέσα στην ελευθερία, στην ηρεμία και στην ευτυχία, παρά να είναι πάμπλουτος αλλά την ίδια ώρα μέσα στη σκλαβιά, στην αναστάτωση, στην ταραχή και στο φόβο. Δηλαδή η ελευθερία και εν γένει η αξιοπρέπειά μας δεν είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης ούτε και εξαργυρώνονται με τα πλούτη όλου τού κόσμου.
Παροιμίες: «Είπεν ο ποντικός: κάλλιο θρύμπι-θρύμπι κι ο κώλος μέσα παρά μαλαθροσφουγγάτο κι ο κώλος έξω» (Κοινή Χίου). «Κάλλια χαρρούπια και μέσα ο κώλος, παρά τυρί κι’ αθότυρο και έξω ο κώλος» (Κρήτη)].
Παράλληλο κείμενο
Παραμύθι από τη Νάξο
Μια βολ, λε’ εκατοίκαν ένας ποdικός κάτω στη Φλέα και δεν ηύρησκεν ο ‘ρημος τίοτ’ άλλο να τρώει κι ήτρωεν όλο φυλλαδόφυλα. Καμμιάν ημέρα ‘κατέβειν ένας άλλος να πιεί νερό κι είδε dονε. Τον εχαιρέτησε λοιπό κι ύστερα τον ερώτηξε :
-bως τα περν’ αποκεικάτω; Καλοπερνάς μαθές; Είdα τρως επά στην ερημιά;
Λέει: Είdα να τρώω και πώς να τα περνώ; Δε βρίσκω τίοτ’ άλλο και τρώω φυλλαδόφυλλα κι’ έφάα bλια τάdερά μου.
-Φυλλαδόφυλλα τρως; Κάνει ο μουσαφίρης. Εώ πάλι καλοπερνώ. Ηύρηκά ‘να μιτάτο απανοποπά στο Ρυάκι εμάτο με τα τυραθότυρα και κατοικώ μέσα και τρώω όσο θέλω κάθα μέρα. Δεν έρχεσα, καμένε, κι εσύ μαζί μου, που θα ξεανώσεις;
Ήνοιξε λοιπό τ’ αφτί του ποdικού. Λέει – Νάρθω.
Εφύαν εδά κι εδιάησα, μα ρίξανε πολλή σπαλιώρα κι ενεgέφτησαν οι βοσκοί κι εστήσαν αμαgανιά. Μιαν ημέρα λοιπό φύασι να πάσι, gι’ επρωτοδιάην ο νοικοκιούρης, να πούμεν, εκείνος πο’ πρωτότον΄εκεί. Και τσουφ, τονέ τσακώνει η αμαgανιά κι επετάχτησα dο’ ‘ρημου τάdερα d’ από πίσω dου. Ο άλλος την ώρα που τονε θωρεί παίρνει εφτά δεμάτω στράτα κι όσον ήτρεχε gι εκατέβαινε dη Φλέα ήλε: Κάλλια φυλλαδόφυλλα και μέσα κώλος παρά τυραθότυρα κι όξω κώλος».
Φυλλαδόφυλλα=τα φύλλα τής πικροδάφνης
Ξεανώσεις (να)=να παχύνεις
Σπαλιώρα=σπατάλη
[6ο Δελτίο τής Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας ‘Παροιμίες από την Απείρανθο τής Νάξου’ Συλλογή Διαλεχτής Ζευγώλη-Γλέζου, Αθήνα 1963].
- Μῦς καὶ βάτραχος
Βάτραχος μῦν ἔπεισεν κολυμβᾶν, οὗ τὸν πόδα πρὸς τὸν ἴδιον πόδα ἔδησεν. εἶτα ὅτε εἰς τὸ ὕδωρ αὐτὸν ἀγηόχει, καθὼς ἔνυδρον ζῷον μετὰ χαρᾶς κατέδυνεν, ὁ μῦς δέ, ὡς ἐν ἀσυνήθει τόπῳ φύσεως ἰδίας κολυμβῶν ἀπώλετο. μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας ἀσκὸς ὁ μῦς φυσηθεὶς ἐκολύμβα, ὃν κολυμβῶντα νεκρὸν ἰκτῖνος πετόμενος ἥρπασεν· καὶ τῷ λίνῳ ὁ βάτραχος ἠκολούθησεν, ὃν εὐθέως ὁ ἰκτῖνος κατέπιεν.
Οὕτως οὖν, ὃς ἄλλῳ τις κίνδυνον κινεῖ, ἑαυτὸν ἀπολεῖ.
[Ο βάτραχος έπεισε τον ποντικό να πέσει και να κολυμπήσει μαζί του. Έτσι έδεσε το πόδι τού ποντικού μαζί με το δικό του πόδι. Έπειτα, αφού τον τράβηξε μέσα στο νερό, ο βάτραχος, γεμάτος χαρά, άρχισε να κάνει βουτιές, σαν πλάσμα τού νερού που είναι. Ο ποντικός όμως, που βρέθηκε ξαφνικά να τσαλαβουτά σε μέρος τελείως ασυνήθιστο για τη φύση του, ήταν επακόλουθο να πνιγεί.
Ύστερα από τρεις μέρες, το κουφάρι τού ποντικού τουμπάνιασε σαν ασκί και επέπλεε στο νερό. Ένα γεράκι, που πετούσε σ’ εκείνα τα μέρη, άρπαξε τον ψόφιο ποντικό απ’ την επιφάνεια τού νερού.
Όμως, μαζί με τον ψόφιο ποντικό, το γεράκι τράβηξε προς τα πάνω και το βάτραχο, που βέβαια ήταν δεμένος με το σπάγκο. Και το γεράκι έφαγε, φυσικά, και το βάτραχο.
Δίδαγμα: όποιος βάζει σε κίνδυνο τον άλλον, ουσιαστικά καταστρέφει και τον εαυτό του].
- Ναυαγὸς καὶ θάλασσα
Ναυαγὸς ἐκβρασθεὶς εἰς τὸν αἰγιαλὸν ἐκοιμᾶτο διὰ τὸν κόπον· μετὰ μικρὸν δὲ ἐξαναστάς, ὡς ἐθεάσατο τὴν θάλασσαν, ἐμέμφετο αὐτῇ ὅτι γε δελεάζουσα τοὺς ἀνθρώπους τῇ πραότητι τῆς συνόψεως, ἡνίκα ἂν αὐτοὺς προσδέξηται, ἀπαγριουμένη διαφθείρει. Ἡ δὲ ὁμοιωθεῖσα γυναικὶ ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ’, ὦ οὗτος, μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τοὺς ἀνέμους· ἐγὼ μὲν γὰρ φύσει τοιαύτη εἰμὶ ὁποίαν καὶ νῦν με ὁρᾷς· οἱ δὲ αἰφνίδιόν με ἐπέρχονται καὶ κυματοῦσι καὶ ἐξαγριοῦσιν».
Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς ἐπὶ τῶν ἀδικημάτων οὐ δεῖ τοὺς δρῶντας αἰτιᾶσθαι, ὅταν ἑτέροις ὑποτεταγμένοι ὦσι, τοὺς δὲ τούτοις ἐπιστατοῦντας.
[Ένας ναυαγός, που εκβράστηκε στην παραλία, κοιμόταν επειδή ήταν κατάκοπος. Μετά από λίγο συνήλθε, και, μόλις αντίκρυσε τη θάλασσα, άρχισε να την κατηγορεί πως δελεάζει τούς ανθρώπους με το ήμερο παρουσιαστικό της αλλά, στη συνέχεια, αφού τους κάνει να την εμπιστευτούν, αγριεύει και τους πνίγει.
Κι η θάλασσα μεταμορφώθηκε σε γυναίκα και του είπε: «καλέ μου άνθρωπε, μην κατηγορείς εμένα αλλά τους ανέμους! Εγώ από φυσικού μου είμαι όπως με βλέπεις τώρα! Άλλοι είναι εκείνοι που έρχονται ξαφνικά καταπάνω μου, με κυματίζουν και με εξαγριώνουν».
Το ίδιο λοιπόν κι εμείς: για τα διάφορα κακουργήματα ας μη ρίχνουμε την ευθύνη σ’ όσους φαινομενικά τα διαπράττουν, εφόσον αυτοί βρίσκονται υπό την εξουσία κάποιων άλλων, αλλά πρέπει να χρεώνουμε την ευθύνη σ’ όποιους υποδαυλίζουν τις έριδες και εξάπτουν τα μίση ή τέλος πάντων δίνουν τις διαταγές.
Σε μια διαμάχη δεν φταίνε μόνο τα δυό αντίμαχα μέρη που μαλώνουν και «τρώγονται». Φταίνε και οι «φίλοι», οι καλοθελητές, που, βάζοντας τα κατάλληλα «φιτίλια», οδηγούν τις δυό πλευρές στη φιλονεικία. Δηλαδή, ο ρόλος τού ηθικού αυτουργού σε μια διαμάχη είναι απείρως σοβαρότερος από το ρόλο τού φυσικού αυτουργού.
Υπάρχουν άνθρωποι χαιρέκακοι, που χαίρονται να κάνουν το κακό και να σκορπίζουν «ζιζάνια», να βάζουν άλλους ανθρώπους να μαλώνουν μεταξύ τους. Αυτοί λοιπόν, οι χαιρέκακοι, είναι σε θέση, ακόμα και ανθρώπους από φυσικού τους πράους και γαλήνιους, να τους κάμουν «άγρια θάλασσα» εναντίον άλλων και να τους οδηγήσουν σε πόλεμο εναντίον ανθρώπων με τους οποίους δεν έχουν καμμιά έχθρα. Τέτοια λοιπόν είναι η δύναμη τού κακοήθους και του σκάρτου ανθρώπου: μπορεί, με τη συκοφαντία και τη διαβολή, να εξωθήσει άλλους ανθρώπους να σφαχτούν μεταξύ τους, οι οποίοι κάτω από άλλες συνθήκες ποτέ δεν θα μάλωναν.
Παροιμίες: «Άλλος ανάφτει τη φωτιά κι άλλος την ανεμίζει» (Γιάννενα). «Όπου δεις βουρλιάν και βάτο, τρέχει και νερό από κάτω» (Αμοργός). «Λόγια τ’ σκουτουμού (Λέσβος). «Σπέρνει ζιζάνια»].
- Σαλπιγκτής
Σαλπιγκτὴς στρατὸν ἐπισυνάγων καὶ κρατηθεὶς ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐβόα· «Μὴ κτείνετέ με, ὦ ἄνδρες, εἰκῆ καὶ μάτην· οὐδένα γὰρ ὑμῶν ἀπέκτεινα· πλὴν γὰρ τοῦ χαλκοῦ τούτου οὐδὲν ἄλλο κτῶμαι». Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφασαν· «Διὰ τοῦτο γὰρ μᾶλλον τεθνήξῃ, ὅτι σὺ μὴ δυνάμενος πολεμεῖν τοὺς πάντας πρὸς μάχην ἐγείρεις».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πλέον πταίουσιν οἱ τοὺς κακοὺς καὶ βαρεῖς δυνάστας ἐπεγείροντες εἰς τὸ κακοποιεῖν.
[Ένας σαλπιγκτής στο στρατό έπαιζε με τη σάλπιγγα για να συγκεντρώνει τούς στρατιώτες. Ξαφνικά αυτός αιχμαλωτίστηκε απ’ τους εχθρούς. Κι άρχισε να τους παρακαλεί και να τους ικετεύει: «μη με σκοτώσετε τζάμπα κι άδικα! Εγώ τι φταίω; Κανέναν σας δε σκότωσα ποτέ! Κανένα άλλο σιδερικό ή όπλο δεν κρατώ πάνω μου, εκτός από τούτην εδώ τη χάλκινη σάλπιγγα!».
Κι οι εχθροί τον αποστόμωσαν: «ακριβώς γι’ αυτό το λόγο σού αξίζει να πεθάνεις χίλιες φορές: να πολεμάς δε σού βαστά! Ξέρεις όμως να ξεσηκώνεις όλο τον κόσμο για πόλεμο!».
Δίδαγμα: όποιος σπρώχνει τούς σκληρούς και αυταρχικούς ανθρώπους σε αδικοπραγίες, είναι δυο φορές φταίχτης].
- Τοῖχος καὶ πάλος
Τοῖχος σπαραττόμενος ὑπὸ πάλου βιαίως ἐφώνει· «Τί με σπαράττεις μηδὲν ἠδικηκότα;» Καὶ ὅς· «Οὐκ ἐγώ, φησίν, αἴτιος τούτου, ἀλλ’ ὁ ὄπισθεν σφοδρῶς με τύπτων».
[Ένα σιδερένιο παλούκι (καλέμι) χτυπούσε βίαια έναν τοίχο και τον γκρέμιζε. Λέει ο τοίχος στο καλέμι: «Τι με χτυπάς με τόση μανία; Εγώ δεν σ’ έχω πειράξει μέχρι σήμερα!». – «Δεν φταίω εγώ ούτε θέλω να σε βλάψω», απάντησε το καλέμι, «αλλά το σφυρί, που βρίσκεται πίσω από μένα, με κοπανάει και με σπρώχνει».
Δίδαγμα: συχνά άλλος είναι ο φαινομενικός δράστης κι άλλος ο πραγματικός αυτουργός].
- Νεανίσκοι καὶ μάγειρος
Δύο νεανίσκοι ἐν ταὐτῷ κρέας ὠνοῦντο. Καὶ δὴ τοῦ μαγείρου περισπασθέντος, ὁ ἕτερος ὑφελόμενος ἀκροκώλιον, εἰς τὸν τοῦ ἑτέρου κόλπον καθῆκεν. Ἐπιστραφέντος δὲ αὐτοῦ καὶ ἐπιζητοῦντος, αἰτιωμένου τε ἐκείνους, ὁ μὲν εἰληφὼς ὤμνυε μὴ ἔχειν, ὁ δὲ ἔχων μὴ εἰληφέναι. Καὶ ὁ μάγειρος αἰσθόμενος αὐτῶν τὴν κακοτεχνίαν, εἶπεν· «Ἀλλὰ κἂν ἐμὲ λάθητε ἐπιορκοῦντες, θεοὺς μέντοι γε οὐ λήσετε».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ αὐτή ἐστιν ἡ ἀσέβεια τῆς ἐπιορκίας, κἂν αὐτήν τις κατασοφίζηται.
[Δυο νεαροί πήγαν να ψωνίσουν κρέας στο ίδιο κρεοπωλείο. Κάποια στιγμή, που ο χασάπης έστρεψε αλλού την προσοχή του, ο ένας απ’ τους νεαρούς βούτηξε ένα χοιρινό μπούτι και τό ’κρυψε μέσα στον κόρφο τού αλλονού.
Μετά από λίγο ο χασάπης ξαναγύρισε στον πάγκο κι άρχισε να ψάχνει το χαμένο μπούτι. Υποψιάστηκε βέβαια τούς δυο νεαρούς.
Ο ένας απ’ αυτούς, εκείνος δηλαδή που είχε κλέψει το μπούτι, έπαιρνε όρκο πως δεν το έχει. Ενώ ο άλλος, που το είχε χωμένο μέσα στον κόρφο του, ορκιζόταν ανάλογα πως δεν τό ’κλεψε.
Ο χασάπης φυσικά κατάλαβε την απατεωνιά τους και τους είπε: «ακούστε, κωλόπαιδα, εμένα μπορείτε να με ξεγελάσετε με τους ψεύτικους όρκους σας αλλά απ’ τους θεούς δε θα γλυτώσετε!».
Δίδαγμα: το να παίρνει κανείς ψεύτικο όρκο είναι μεγάλη βλασφημία, όποιες σοφιστείες κι αν μηχανεύεται για να δικαιολογηθεί. Οι ένορκες δεσμεύσεις και οι κάθε είδους επικλήσεις τής ηθικής, όταν προέρχονται από ανθρώπους αχρείους και ανήθικους, ουδεμία αξία έχουν.
Παροιμίες: «Η πουτάνα με το κλάμα και ο κλέφτης με τους όρκους». «Δίκια κι άδικα, αφ’ τον όρκον λείπε!». «Ὅρκῳ μὴ χρῶ» (Να μην ορκίζεσαι) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς)» (Απόφευγε τον όρκο, δικαιολογημένο κι αδικαιολόγητο!) (Μένανδρος 441). «Τοὺς μὲν παῖδας τοῖς ἀστραγάλοις δεῖ ἐξαπατᾶν, τοὺς δὲ ἄνδρας τοῖς ὅρκοις» (ψευδο-Πλούταρχος, Ἠθικά: Ἀποφθέγματα Λακωνικά 229b)].