Aισώπου μύθοι μέρος 27ο

ΧΙΟΣ :

  1. Ὁδοιπόροι καὶ φρύγανα

   Ὁδοιπόροι ἐπί τινα σκοπιάν. Κἀκεῖθεν θεασάμενοι φρύγανα πόρρωθεν ἐπιπλέοντα, ναῦν εἶναι μεγάλην ᾠήθησαν. Διὸ δὴ προσέμενον, ὡς μελλούσης αὐτῆς προσορμίζεσθαι. Ἐπεὶ δὲ ὑπὸ ἀνέμου φερόμενα τὰ φρύγανα ἐγγυτέρω ἐγένετο, οὐκέτι ναῦν, ἀλλὰ πλοῖον ἐδόκουν βλέπειν. Ἐξενεχθέντα δὲ αὐτὰ φρύγανα ὄντα ἰδόντες, πρὸς ἀλλήλους ἔφασαν ὡς ἄρα μάτην ἡμεῖς τὸ μηδὲν ὂν προσεδεχόμεθα.
   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι ἐξ ἀπροόπτου δοκοῦντες φοβεροὶ εἶναι, ὅταν εἰς πεῖραν ἔλθωσιν, οὐδενὸς εὑρίσκονται ἄξιοι.
   [Κάποιοι οδοιπόροι περπατούσαν κοντά σε μια παραλία. Ανέβηκαν σ’ ένα ψηλό μέρος κι από ’κεί αγνάντευαν τη θάλασσα. Κοιτάζοντας προς το πέλαγος, είδαν κάτι που τούς φάνηκε σα μεγάλο πλοίο. Στάθηκαν και περίμεναν μέχρι να πλησιάσει αυτό που έβλεπαν και ν’ αράξει στην ακτή. Καθώς εκείνο το αντικείμενο πλησίαζε προς την ακτή, τους φάνηκε πως ήταν βάρκα κι όχι κάποιο μεγάλο πλοίο. Σε λίγο, όταν πια εκείνο το αντικείμενο είχε έρθει αρκετά κοντά, διαπίστωσαν πως ήταν κάτι ξερόκλαδα μπλεγμένα μεταξύ τους, τα οποία απλώς επέπλεαν.
   Σαν τα είδαν είπαν: «κοίτα τι πάθαμε! Πιστεύαμε πως θα δούμε ένα τεράστιο πλοίο, και βρεθήκαμε μπροστά στο απόλυτο τίποτα, σ’ ένα σωρό ξερόκλαδα!».
   Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με μερικούς: ενώ κερδίζουν τη μάχη τών ενντυπώσεων και παρέχουν στους πάντες την αίσθηση ότι είναι σπουδαίοι και σημαντικοί, όταν κανείς τούς μαθαίνει από κοντά, διαπιστώνει ότι αυτοί είναι εντελώς ανάξιοι και αμελητέοι.
   Κάποιων ανθρώπων η φήμη και το όνομα προκαλούν θετικό δέος αλλά, αν κάποιος τούς γνωρίσει από κοντά, αποδεικνύονται αυτοί εντελώς φαιδρά και ανάξια λόγου πρόσωπα. Ορισμένους ανθρώπους, ενώ κάποιοι τούς φαντάζονται κατά τον άλφα ή το βήτα τρόπο από μακριά, όταν τους βλέπουν εκ του πλησίον, απογοητεύονται: τότε συναντούν μπροστά τους μια εικόνα τελείως διαφορετική από εκείνην που είχαν οραματιστεί γι’ αυτούς. Δηλαδή άλλη είναι η εικόνα ενός ανθρώπου όπως τον πλάθει η φαντασία μας, κι άλλη η αληθινή του εικόνα άμα τον δούμε από κοντά. Παράδειγμα: μερικές γυναίκες ονειρεύονται «τον πρίγκηπα τού παραμυθιού» για άντρα τους. Έτσι, επενδύουν, με τη φαντασία τους, πάνω σ’ έναν άντρα, τον οποίο οι ίδιες φτιάχνουν σύμφωνα με τα δικά τους μυαλά. Οπότε, όταν κάποια στιγμή βρεθούν απέναντι στο «βασιλόπουλο», το φανταστικό είδωλο που είχε κατασκευάσει η νησηρή φαντασία τους καταρρέει. Με λίγα λόγια, καλό είναι ο άνθρωπος να έχει μια ρεαλιστική θεώρηση τής ζωής και να μη βαθμολογεί πρόσωπα ή καταστάσεις περισσότερο απ’ όσο πραγματικά αξίζουν.
   Παροιμίες: «Ήκουγά σε κι ίδρωνα, εί(δ)α σε και ξέδρωσα» (Βουνός). «Ήκουγά σε κι ίδρωνα, εί(δ)α σε κι επόδρωσα» (Βουνός). (Βλέπε και το μύθο Λέων καί βάτραχος)].

  1. Ὁδοιπόρος καὶ Ἀλήθεια

   Ὁδοιπορῶν τις ἐν ἐρήμῳ εἶδε γυναῖκα μόνην κατηφῆ ἑστῶσαν, καί φησιν αὐτῇ· «Τίς εἶ; Ἡ δὲ ἔφη· «Ἀλήθεια». – «καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν τὴν πόλιν ἀφεῖσα τὴν ἐρημίαν οἰκεῖς;». Ἡ δὲ εἶπεν· «Ὅτι τοῖς πάλαι καιροῖς παρ’ ὀλίγοις ἦν τὸ ψεῦδος· νῦν δὲ εἰς πάντας ἀνθρώπους ἐστίν, ἐάν τι ἀκούειν καὶ λέγειν θέλῃς».
   Ὅτι κάκιστος βίος καὶ πονηρὸς τοῖς ἀνθρώποις ἐστίν, ὅτε τὸ ψεῦδος προκρίνεται τῆς ἀληθείας.
   [Ένας άνθρωπος οδοιπορούσε στις ερημιές. Εκεί συνάντησε μια γυναίκα που στεκόταν μόνη της κι είχε θλιμμένη και κατσουφιασμένη την όψη. Τη χαιρέτησε και της είπε: «Ποια είσαι;». – «Είμαι η Αλήθεια». – «Και για ποιο λόγο άφησες τις πόλεις και κατοικείς ολομόναχη στις ερημιές;». – «Γιατί, στα παλιά χρόνια, το ψέμα βρισκόταν σε λίγους μόνο. Αντίθετα, στις μέρες μας, το ψέμα πλήθυνε. Τώρα μέσα στην ψυχή ολωνών κατοικεί η ψευτιά. Αν θέλεις ν’ ακούσεις ή να πεις μιαν αλήθεια, μακριά απ’ τις πόλεις κι απ’ τους ανθρώπους!!».
   Δίδαγμα: η ζωή μας δεν έχει νόημα και περιεχόμενο, αν οι ανθρώπινες σχέσεις είναι κίβδηλες και πλαστές και βασίζονται στην υποκρισία και στο ψέμα.
   Η παρρησία και ο έντιμος λόγος συνήθως δεν αρέσουν στην πλειονότητα τών ανθρώπων. Οι περισσότεροι μέσα στην κοινωνία, από τον παλιό καιρό, προκρίνουν την παλιανθρωπιά και την αλητεία. Κανείς δεν σέβεται ούτε λογαριάζει το διπλανό του. Το υλικό συμφέρον και μόνο είναι, δυστυχώς, ο οδηγός και η πυξίδα τών περισσοτέρων. Για το χρήμα και την ύλη είναι σε θέση κάποιοι να βγάλουν από τη μέση ακόμα και τους συγγενείς τους! Γι’ αυτό, λοιπόν, δικαιολογημένα, κάποιοι ευαίσθητοι και ασυμβίβαστοι άνθρωποι «παίρνουν τών ομματιών τους» και «πάνε πάνω στα βουνά να μην τους φάει ο κάμπος!».
   Παροιμίες: «Η αλήθεια ‘ναι μαλώτρα κι η ψευτιά λι(γ)οχαρούσα» (Κάρπαθος). «Η αλήθεια ‘ναι μαλωσαρά» (Κρήτη). «Η αλήθεια είναι πικρότερη από το φαρμάκι» (Κρήτη). «Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (όλοι όσοι θέλουν να ζουν ευσεβώς στο Χριστό Ιησού θα καταδιωχτούν. Ενώ κακοί άνθρωποι και απατεώνες θα προκόψουν στο χειρότερο πλανώντας και πλανώμενοι) (Επιστολή Παύλου, Πρός Τιμόθεον Β΄, 3. 12-13). «ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται» (Γιατί θα υπάρξει καιρός που δε θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία, αλλά κατά τις δικές τους επιθυμίες θα μαζέψουν για τους εαυτούς τους σωρό από δασκάλους, επειδή θα αισθάνονται φαγούρα στα αυτιά, και αφενός θα αποστρέψουν την ακοή τους από την αλήθεια, αφετέρου θα εκτραπούν προς τους μύθους) (Επιστολή Παύλου, Πρός Τιμόθεον Β΄, 4. 3-4). «Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 10. 21-22). «Όποιος λέει την αλήθεια, του τρυπάνε το φέσι». Αγγλικές: «truth hurts./speak the truth and run./truth has a scratched face./follow not truth near the heels, lest it dash out your teeth./he who speaks the truth must have one foot in the stirrup»].

  1. Ὁδοιπόρος καὶ Ἑρμῆς

   Ὁδοιπόρος πολλὴν ὁδὸν ἀνύων ηὔξατο, ἐὰν εὕρῃ τι, τούτου τὸ ἥμισυ τῷ Ἑρμῇ ἀναθήσειν. Περιτυχὼν δὲ πήρᾳ, ἐν ᾗ ἀμύγδαλά τε ἦν καὶ φοίνικες, ταῦτα ἀνείλατο οἰόμενος ἀργύριον εἶναι. Ἐκτινάξας δέ, ὡς εὗρε τὰ ἐνόντα, ταῦτα καταφαγὼν καὶ λαβὼν τῶν τε ἀμυγδάλων τὰ κελύφη καὶ τῶν φοινίκων τὰ ὀστᾶ, ταῦτα ἐπί τινος βωμοῦ ἔθηκεν, εἰπών· «Ἀπέχεις, ὦ Ἑρμῆ, τὴν εὐχήν· καὶ γὰρ τὰ ἐντὸς ὧν εὗρον καὶ τὰ ἐκτὸς πρὸς σὲ διανενέμημαι».
   Πρὸς ἄνδρα φιλάργυρον διὰ πλεονεξίαν καὶ θεοὺς κατασοφιζόμενον ὁ λόγος εὔκαιρος.
   [Ένας οδοιπόρος βάδιζε μακρύ δρόμο, και ευχόταν: «μακάρι νά ’βρω στο δρόμο που πηγαίνω κανένα πολύτιμο και χρήσιμο πράγμα! Αν βρω κάτι τέτοιο, το μισό απ’ αυτό θα το προσφέρω ως ανάθημα στο θεό Ερμή».
   Αφού έκαμε ένα τέτοιο τάμα, συνέχισε την οδοιπορία του. Ύστερα από λίγο, στο δρόμο βρίσκει ένα τσουβάλι. Το άνοιξε, νομίζοντας πως είχε μέσα χρήματα αλλά εκείνο ήταν γεμάτο αμύγδαλα και χουρμάδες. Αφού το τίναξε καλά καλά το τσουβάλι, βρήκε μέσα αυτά που είπαμε. Κάθισε κι έφαγε τ’ αμύγδαλα και τους χουρμάδες.
   Έπειτα πήρε τα τσόφλια τών αμυγδάλων και τα κουκούτσια τών χουρμάδων και τα σώριασε πάνω σ’ έναν βωμό, αναφωνώντας: «θεέ Ερμή, δέξου το τάμα μου! Βλέπεις, σου δίνω μερδικό απ’ όσα βρήκα, και από τα έξω και από τα μέσα τους!».
   Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο τσιγκούνη, ο οποίος, λόγω τής πλεονεξίας του, δε διστάζει ακόμα και τους θεούς να κοροϊδέψει.
   Παροιμίες: «Έχει καβούρους στην τσέπη» (Βουνός). «Έχουν ατζύλια οι τσέπες του» (Βουνός). «Έχουν οι πούντζιες του καούρους» (Κύπρος). «Αυγόν αν πάρεις απ’ αυτόν, κόρκον δεν βρίσκεις μέσα» (Αμοργός)].

  1. Ὁδοιπόρος καί Τύχη

   Ὁδοιπόρος, πολλὴν ὁδὸν διανύσας, ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο, πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο. Μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν, ἡ Τύχη ἐπιστᾶσα καὶ διεγείρασα αὐτὸν εἶπεν· «Ὦ οὗτος, εἴγε ἐπεπτώκεις, οὐκ ἂν τὴν σεαυτοῦ ἀβουλίαν, ἀλλ’ ἐμὲ ᾐτιῶ».
   Οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων δι’ ἑαυτοὺς δυστυχήσαντες τοὺς θεοὺς αἰτιῶνται.
   [Μια φορά ένας ταξιδιώτης είχε περπατήσει μεγάλη απόσταση. Κατά συνέπεια ήταν πολύ κουρασμένος. Ξάπλωσε λοιπόν δίπλα στο στόμιο ενός πηγαδιού κι εκεί αποκοιμήθηκε.
   Καθώς κόντευε να πέσει μέσα στο πηγάδι, εμφανίστηκε στ’ όνειρό του η Τύχη και τον ξύπνησε, λέγοντάς του: «άνθρωπέ μου, αν τυχόν είχες πέσει μέσα στο πηγάδι, δεν θά ’ριχνες το φταίξιμο στην αμυαλοσύνη σου αλλά θα καταριόσουν εμένα, την «κακιά» σου Τύχη!».
   Έτσι κάνουν ορισμένοι: ενώ παθαίνουν συμφορές καθαρά απ’ το δικό τους κεφάλι, τις φορτώνουν στους θεούς. Η τύχη ενός ανθρώπου, δηλαδή η όλη πορεία τής ζωής του, σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τις ατομικές του επιλογές και λιγότερο από έξωθεν παρεμβάσεις.
   Παροιμίες: «Το κεφάλι τ’ αθρώπου κάμνει την τύχην» (Βουνός). «Ό,τι του κάνει του ανθρώπου το κεφάλι δεν του το κάνουν χίλιοι εχθροί» (Ικαρία). «Γραφτά ‘ταν, μα ήταν τσι τ’ τσιφαλιού τ’» (Λέσβος). «Ο νους τού αθθρώπου εζ ζουρνές, τζ’ όπως τού παίζεις έτσι χορεύκει» (Κύπρος). Τουρκική: «Al ‘ilm fi ‘sudur la fi ‘sutur» (Η γνώση βρίσκεται στο μυαλό και όχι στα γεγραμμένα). Γερμανική: «Jeder ist seines Glückes Schmied» (Ο καθένας είναι ο σφυρηλάτης τής τύχης του). «Μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἡμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς τῶν ἐναντίων διανοίας» (Θουκ. 1.144.1)].

  1. Ὄνοι πρὸς τὸν Δία

   Ὄνοι ποτὲ ἀχθόμενοι ἐπὶ τῷ συνεχῶς ἀχθοφορεῖν καὶ ταλαιπωρεῖν πρέσβεις ἔπεμψαν πρὸς τὸν Δία, λύσιν τινὰ αἰτούμενοι τῶν πόνων. Ὁ δὲ αὐτοῖς ἐπιδεῖξαι βουλόμενος ὅτι τοῦτο ἀδύνατόν ἐστιν, ἔφη τότε αὐτοὺς ἀπαλλαγήσεσθαι τῆς κακοπαθείας, ὅταν οὐροῦντες ποταμὸν ποιήσωσι. Κἀκεῖνοι αὐτὸν ἀληθεύειν ὑπολαβόντες ἀπ’ ἐκείνου καὶ μέχρι νῦν ἔνθα ἂν ἀλλήλων οὖρον ἴδωσιν, ἐνταῦθα καὶ αὐτοὶ περιιστάμενοι οὐροῦσιν.
   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τὸ ἑκάστῳ πεπρωμένον ἀθεράπευτόν ἐστι.
   [Κάποτε οι γάιδαροι δυσανασχέτησαν με την τύχη τους: θύμωσαν πολύ μαζί της, που συνεχώς κουβαλάνε φορτία και τραβάνε τού κόσμου την ταλαιπωρία!
   Έστειλαν λοιπόν αντιπροσωπεία στο Δία, και του γύρευαν να τους απαλλάξει, κατά κάποιο τρόπο, απ’ τις κακουχίες. Ο θεός βέβαια προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πως το αίτημά τους είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί. Τελικά ο Δίας, για να τους ξεφορτωθεί, τους είπε κοροϊδευτικά: «τότε μόνο θα τερματιστούν τα βάσανά σας, όταν θα φτιάξετε ολόκληρο ποταμό με τις κατρουλιές σας!».
   Οι γάιδαροι πίστεψαν πως ο Δίας τούς τό ’λεγε στ’ αλήθεια. Έτσι, από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα, όπου δούνε κάτουρο που να τό ’χει κάνει κάποιος συνάδελφός τους γάιδαρος, αμέσως πηγαίνουν και στέκονται εκεί ακριβώς, και κατουρούν με την ψυχή τους.
   Δίδαγμα: καθένας με το πεπρωμένο του, κι αυτό δεν αλλάζει.
   Παροιμίες: «Οπού φτωχός κι η μοίρα του» (Βολισσός). «Έν τονε βρίσκει καένας καλός Θεός!» (Βουνός). Έ με βρίσκει καένας καλός Άγιος!» (Βουνός). «Πάει ν’ αθίσει το δεντρί τσ’ η μοίρα έν τ’ αφήνει» (Νάξος). Βωμολοχική παροιμία: «Ολωνών ο κώλος κλάνει κι ο δικός μου ούτε πρίτς». Ζῆν αἰσχρόν, οἷς ζῆν ἐφθόνησεν ἡ τύχη (Δεν έχει νόημα να ζει όποιος κυνηγιέται ανελέητα από τη μοίρα) (Μένανδρος, Suplemmentum ex Aldo 29)].

Παράλληλο κείμενο
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (Κώστα Βάρναλη)
Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!… Πεινῶ!…
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!…»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

[Τα Ποιητικά, 1956, Κέδρος]

   Το ποίημα είναι μια σατιρική αφήγηση με χαρακτήρα επαναστατικό. Ο ήρωας τού ποιήματος, ο κυρ Μέντιος, είναι ένας γάιδαρος, ο οποίος παραλληλίζεται με τον σκλαβωμένο άνθρωπο (βιομηχανικό εργάτη ή κάθε είδους χειρώνακτα) που υπομονετικά και αδιαμαρτύρητα υφίσταται την χρόνια καταπίεση.
   Το ποίημα είναι μια προσπάθεια πολιτικής και κοινωνικής αφύπνισης: ο Βάρναλης, έχοντας ασπαστεί την αριστερή πολιτική ιδεολογία, πιστεύει ότι μέσα στο καπιταλιστικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα δημιουργούνται όλες εκείνες οι προϋποθέσεις που αλλοτριώνουν και εξαθλιώνουν τον εργαζόμενο (κυρίως τον βιομηχανικό εργάτη) και τον μετατρέπουν απλά σε ένα εργαλείο παραγωγής πλούτου, τον οποίο φυσικά καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης και καταπιεστής τού εργαζομένου.
   Κατά την αριστερή πολιτική ιδεολογία, η άρση τής καταπίεσης τού εργαζομένου – και όλων τών συνακόλουθων μορφών αλλοτρίωσης που εμφανίζονται μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα – είναι δυνατή μονάχα με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τής κοινωνίας και τη μετάβαση από την ατομική ιδιοκτησία στην κρατικοποίηση τών μέσων παραγωγής. 
   Το συγκεκριμένο ποίημα μελοποιήθηκε από τον Λουκά Θάνο και το ερμήνευσε για πρώτη φορά ο Νίκος Ξυλούρης.

  1. Ὄνον ἀγοράζων

   Ὄνον τις ἀγοράσαι μέλλων ἐπὶ πείρᾳ αὐτὸν ἔλαβε· καὶ εἰσαγαγὼν εἰς τοὺς ἰδίους ἐπὶ τῆς φάτνης αὐτὸν ἔστησεν. Ὁ δὲ καταλιπὼν τοὺς ἄλλους παρὰ τῷ ἀργοτάτῳ καὶ ἀδηφάγῳ ἔστη. Καὶ ὡς οὐδὲν ἐποίει, δήσας καὶ ἀπαγαγὼν τῷ δεσπότῃ αὐτὸν ἀπέδωκε. Τοῦ δὲ διερωτῶντος εἰ οὕτως ἀξίαν αὐτοῦ τὴν δοκιμασίαν ἐποιήσατο, ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐδὲν ἐπιδέομαι πείρας· οἶδα γὰρ ὅτι τοιοῦτός ἐστιν ὁποῖον ἐξ ἁπάντων τὸν συνήθη ἐπελέξατο».
   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοιοῦτος εἶναί τις ὑπολαμβάνεται ὁποίοις ἂν ἥδηται τοῖς ἑταίροις.
   [Κάποιος σκόπευε ν’ αγοράσει έναν γάιδαρο. Αλλά δεν τον αγόρασε απευθείας. Τον πήρε πρώτα υπό δοκιμήν. Δηλαδή ήθελε ο υποψήφιος αγοραστής να ελέγξει τα φυσικά τού ζώου που θ’ αγόραζε, τα χούγια του.
   Το πήρε λοιπόν το γαϊδούρι δοκιμαστικά, και τό ’βαλε μαζί με τα δικά του γαϊδούρια στον ίδιο στάβλο και τ’ άφησε μπροστά στο παχνί. Ο καινούργιος γάιδαρος, απ’ την πρώτη στιγμή, παράτησε όλους τούς άλλους γαϊδάρους και διάλεξε για παρέα του μονάχα έναν, τον πιο ακαμάτη και τον πιο φαγά απ’ όλους.
   Κι επειδή δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά μόνο έτρωγε και τεμπέλιαζε, ο υποψήφιος αγοραστής τον έδεσε πάλι και τον πήγε πίσω στο προηγούμενο αφεντικό του.
   Ο πωλητής ρώτησε τον πιθανό αγοραστή: «καλά, τον δοκίμασες κιόλας όπως πρέπει;». – «Δε μου χρειάζονται παραπάνω δοκιμές! Κατάλαβα αμέσως το ποιόν του: από την πρώτη στιγμή που τον πήρα, είδα ποιον διάλεξε για φίλο του απ’ όλους τούς γαϊδάρους!».
   Δίδαγμα: ο χαρακτήρας τού καθενός μας κρίνεται με βάση το είδος τών ατόμων με τα οποία ευχαριστιέται να συναναστρέφεται: «πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι!». Συνεπώς κριτήριο τού δικού μας ποιού είναι καί ο κύκλος τών συναναστροφών μας.
   Παροιμίες: «Πάαινε μ’ έναν καλό, να γενείς καλύτερος, πάαινε μ’ έναν κακό να γενείς χερότερος» (Αμοργός). «Με τους χοίρους αλωνεύεις, είντα διάφορο αναμένεις;/Η θάλασσά ‘ναι γαλανή μα ο αέρας τη μαυρίζει./Κώλο μυρίζεσαι; Σκατά λιγουρεύεις». «Δείξε μου την συντροφιά σου, να σου πω την ανθρωπιά σου» (Κρήτη). Τουρκική: «Bana arkadaşını söyle, sana kim olduğunu söyleyeyim» (Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι). «Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις» (Ψαλμός Δαυΐδ, 17. 26-27). Αρχαία γνώμη: «Μὴ κακοῖς ὁμίλει  (Να μη συναναστρέφεσαι κακούς ανθρώπους)» (3.1.172β, Σόλων Ἐξηκεστίδου Ἀθηναῖος. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). «Κακοῖσι δὲ μὴ προσομίλει/ἀνδράσιν, ἀλλ’ αἰεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο·/καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε, καὶ μετὰ τοῖσιν/ἵζε, καὶ ἅνδανε τοῖσ’, ὧν μεγάλη δύναμις./ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι· ἢν δὲ κακοῖσιν/συμμίσγῃς, ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον» (Θέογνις, Elegia st. 29-36 Diehl). «Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου» (Κράτα μακριά τον εαυτό σου από κάθε ανήθικη συμπεριφορά!) (Μένανδρος 473)].

  1. Ὄνος ἅλας βαστάζων

   Ὄνος ἅλας ἔχων ποταμὸν διέβαινεν. Ὀλισθήσας δέ, ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἅλατος, κουφότερος ἐξανέστη. Ἡσθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ, ἐπειδὴ ὕστερόν ποτε σπόγγους ἐμπεφορτισμένος κατά τινα ποταμὸν ἐγένετο, ᾠήθη ὅτι, ἐὰν πάλιν πέσῃ, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται, καὶ δὴ ἑκὼν ὤλισθε. Συνέϐη δὲ αὐτῷ, τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ, μὴ δυνάμενον ἐξαναστῆναι ἐνταῦθα ἀποπνιγῆναι.
   Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι διὰ τὰς ἰδίας ἐπινοίας λανθάνουσιν εἰς συμφορὰς ἐνσειόμενοι.
   [Μια φορά ένας γάιδαρος σήκωνε στη ράχη του ένα φορτίο αλάτι και πάσχιζε να διαβεί έναν ποταμό. Έτυχε να γλιστρήσει και να πέσει μέσα στο νερό. Τότε το αλάτι έλιωσε, κι ο γάιδαρος, όταν ξανασηκώθηκε, ένοιωθε ελαφρύτερος, κι ευχαριστήθηκε με τούτο.
   Κάποια άλλη φορά, όταν βρέθηκε ξανά κοντά σε ποταμό, φορτωμένος αυτή τη φορά με σπόγγους (σφουγγάρια), νόμισε πως θα γινόταν το ίδιο: αν δηλαδή βουτούσε στα νερά, πως θα σηκωνόταν ελαφρύτερος. Έτσι λοιπόν, με τη θέλησή του γλίστρησε και βούλιαξε στο νερό. Όμως συνέβη τα σφουγγάρια να ρουφήξουν το νερό και να βαρύνουν τόσο που ο γάιδαρος δε μπορούσε να σηκωθεί απ’ το βάρος, και επομένως πνίγηκε επιτόπου.
   Το ίδιο παθαίνουν και μερικοί, αποδεικνυόμενοι αυτοκαταστροφικοί: με τις ίδιες τους τις «εξυπνάδες» ρίχνουν τούς εαυτούς τους σε συμφορές, χωρίς να το καταλαβαίνουν.
   Παροιμίες: «Εγώ με τα χεράκια μου ήβγαλα τα ματάκια μου». «Ήμεστεν ίσια στο γάδαρο, κι εκάτσαμεν ανάποδα» (Λαγκάδα). «Μονάχη μου τα μάζωξα τα ξύλα στην ποδιάν μου κι εφύσηξα τα κι ήναψα τα φύλλα τής καρδιάς μου» (Αμοργός). Βυζαντινή: «Ανόητος νεοσσός εκών, δείκνυσι την εαυτού νεοσσιάν»].

  1. Ὄνος βαστάζων ἄγαλμα

   Ὄνῳ τις ἐπιθεὶς ἄγαλμα ἤλαυνεν εἰς ἄστυ. Τῶν δὲ συναντώντων προσκυνούντων τὸ ἄγαλμα, ὁ ὄνος ὑπολαϐὼν ὅτι αὐτὸν προσκυνοῦσιν, ἀναπτερωθεὶς ὠγκᾶτό τε καὶ οὐκέτι περαιτέρω προϊέναι ἐϐούλετο. Καὶ ὁ ὀνηλάτης αἰσθόμενος τὸ γεγονὸς τῷ ῥοπάλῳ αὐτὸν παίων ἔφη· «Ὦ κακὴ κεφαλή, ἔτι καὶ τοῦτο λοιπὸν ἦν ὄνον ὑπ’ ἀνθρώπων προσκυνεῖσθαι».
   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς ἐπαλαζονευόμενοι παρὰ τοῖς εἰδόσιν αὐτοὺς γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.
   [Κάποιος φόρτωσε ένα άγαλμα πάνω σ’ έναν γάιδαρο και τραβούσαν για την πόλη. Κάθε φορά που συναντούσαν διαβάτες στο δρόμο, όλοι τους έσκυβαν και προσκυνούσαν το άγαλμα τού θεού. Όμως ο γάιδαρος πίστεψε πως το προσκύνημα γινόταν για την αφεντιά του. Το πήρε λοιπόν πάνω του, πείσμωσε, δεν έκανε βήμα παραπέρα και γκάριζε.
   Ο αγωγιάτης κατάλαβε τι είχε γίνει. Τον άρχισε αμέσως στις ξυλιές, με τη μαγκούρα του: «βρε χαμένο κορμί, αυτό δα μας έλειπε: ν’ αρχίσουμε εμείς οι άνθρωποι να προσκυνούμε τα γαϊδούρια!».
   Δίδαγμα: κάποιοι κομπάζουν και αλαζονεύονται για πράγματα και καταστάσεις που είναι ξένα προς αυτούς, με αποτέλεσμα να γελοιοποιούνται στα μάτια όσων τούς γνωρίζουν.
   Παροιμία: «Με ξένες χαρές χαίρεται»].

  1. Ὄνος ἐνδυσάμενος λεοντῆν καὶ ἀλώπηξ

   Ὄνος ἐνδυσάμενος λέοντος δορὰν περιῄει ἐκφοϐῶν τὰ ἄλογα ζῷα. Καὶ δὴ θεασάμενος ἀλώπεκα ἐπειρᾶτο καὶ ταύτην δεδίττεσθαι. Ἡ δὲ (ἐτύγχανε γὰρ αὐτοῦ φθεγξαμένου προακηκουῖα) ἔφη πρὸς τὸν ὄνον· «Ἀλλ’ εὖ ἴσθι ὡς καὶ ἐγὼ ἄν σε ἐφοϐήθην, εἰ μὴ ὀγκωμένου ἤκουσα».
   Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀπαιδεύτων τοῖς ἔξωθεν τύφοις δοκοῦντές τινες εἶναι ὑπὸ τῆς ἰδίας γλωσσαλγίας ἐλέγχονται.
   [Ένας γάιδαρος φόρεσε μια λεοντή (το τομάρι ενός λιονταριού) και τριγυρνούσε εδώ κι εκεί τρομοκρατώντας τ’ ανόητα ζώα. Κάποια στιγμή συνάντησε και την αλεπού, κι επιχείρησε να την τρομάξει κι αυτήν.
   Η αλεπού όμως τόν είχε ακούσει, εντελώς τυχαία, να γκαρίζει λίγο πρωτύτερα. Και του είπε: «ξέρε πως κι εγώ ακόμα θα σε φοβόμουν, αν δεν είχα ακούσει τις αγριοφωνάρες σου!».
   Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με μερικούς άξεστους: με την επιδειξιομανία τους, δίνουν την εντύπωση, σ’ όσους δεν τους ξέρουν, των σπουδαίων και σημαντικών. Όμως η ίδια η ανόητη φλυαρία τους τούς προδίδει.
   Παροιμίες: «Γραῶν ὕθλος: ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων» (Ζηνοβίου). «Έχου και το μπάρμπαζ Γιάννη σα το γάαρο που κλάνει» (Κάρπαθος). «Είν’ να τρως μια μπουκιά, να ξερνάς δυό»].

  1. Ὄνος ἵππον μακαρίζων

   Ὄνος ἵππον ἐμακάριζεν, ὡς ἀφθόνως τρεφόμενον καὶ ἐπιμελῶς, αὐτὸς μηδ’ ἀχύρων ἅλις ἔχων, καὶ ταῦτα πλεῖστα ταλαιπωρῶν. Ἐπεὶ δὲ καιρὸς ἐπέστη πολέμου, καὶ ὁ στρατιώτης ἔνοπλος ἀνέβη τὸν ἵππον, πανταχόσε τοῦτον ἐλαύνων, καὶ δὴ καὶ μέσον τῶν πολεμίων εἰσήλασε, καὶ ὁ ἵππος πληγεὶς ἔκειτο. Ταῦτα ἑωρακὼς ὁ ὄνος τὸν ἵππον μεταβαλλόμενος ἐταλάνιζεν.
   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τοὺς ἄρχοντας καὶ πλουσίους ζηλοῦν, ἀλλὰ τὸν κατ’ ἐκείνων φθόνον καὶ τὸν κίνδυνον ἀναλογιζομένους τὴν πενίαν ἀγαπᾶν.
   [Ο γάιδαρος μακάριζε το άλογο: «πόσο πολύ φαγητό σού δίνουν και πόσο σε νοιάζονται! Σ’ εμένα τον κακομοίρη δε δίνουν παρά λίγα άχερα, και πάλι δε χορταίνω, παρόλο που τραβώ τού κόσμου την ταλαιπωρία!».
   Μετά από λίγο καιρό ξέσπασε πόλεμος. Ο στρατιώτης, οπλισμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια, καβάλλησε το άλογο και τό ’τρεχε παντού. Μάλιστα ο καβαλλάρης έριξε το άλογο και στη φωτιά τής μάχης. Εκεί το άλογο πληγώθηκε και σωριάστηκε νεκρό.
   Βλέποντας όλη αυτή τη φοβερή ταλαιπωρία τού αλόγου, ο γάιδαρος άλλαξε γνώμη κι άρχισε να οικτίρει το άλογο και να το θεωρεί αξιολύπητο.
   Δίδαγμα: δεν πρέπει να ζηλεύουμε τούς αφέντες και τους ισχυρούς. Ας αναλογιζόμαστε το φθόνο και τους κινδύνους που συγκεντρώνουν πάνω τους, κι ας μένουμε εμείς ευχαριστημένοι με την ακίνδυνη και ταπεινή ζωή μας.
   Ας μη φθονεί κανείς τη ζωή τών πλουσίων και των αρχόντων κι ας μη νομίζει πως όλα σ’ εκείνους είναι ρόδινα. Αντίθετα, πρέπει κανείς να ξέρει πως η ζωή όσων κατέχουν δύναμη κι αξιώματα πολλές φορές είναι μέσα στον κίνδυνο. Γι’ αυτό λοιπόν ο απλός άνθρωπος ας αγαπά την ήρεμη ζωή, τη μάννα τής ευτυχίας! Οι επωμιζόμενοι μεγάλα αξιώματα έχουν και μεγάλες ευθύνες.
   Παροιμίες: «Μεγάλα καράβια μεγάλες φουρτούνες». Βυζαντινή παροιμία: «Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία» (Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία: Περίφημη φράση τής Θεοδώρας στον Ιουστινιανό σε κρίσιμη στιγμή). Ποντιακή: «Το τρανόν το ραχίν τρανά χόνα έχει» (Το μεγάλο βουνό έχει και πολλά χιόνια). «Κάλλιο πέντε κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα»].   

Latest..

Ελάτε το Σάββατο 18 Μαΐου στις 21:00 στην Πλατεία Σαπφούς να θαυμάσουμε το φεγγάρι μέσα από τηλεσκόπιο

ΛΕΣΒΟΣ: Δράση κατά την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε το φεγγάρι μέσα από το τηλεσκόπιο διοργανώνει το Σάββατο 18 Μαΐου στις 21:00 στην Πλατεία Σαπφούς η Αστρονομική … [Read More...]

Απάντηση του Υφ. Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής Ιωάννη Παππά σε επίκαιρη ερώτηση «Με το σχεδιασμό μας διασφαλίζουμε την ακτοπλοϊκή σύνδεση Κάσου και Καρπάθου»

ΚΩΣ: «Με το σχεδιασμό μας διασφαλίζουμε την ακτοπλοϊκή σύνδεση Κάσου και Καρπάθου» Απάντηση του Υφ. Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής … [Read More...]

Το εστιατόριο «Broadway» στα καλύτερα εστιατόρια της χώρας I Για 4η χρονιά κέρδισε βραβείο στο θεσμό «Χρυσοί Σκούφοι 2024»

ΚΩΣ: Επτά εστιατόρια της Δωδεκανήσου διακρίθηκαν στα “Βραβεία Ελληνικής Κουζίνας 2024.  Αξίζει να σημειωθεί ότι τα  32 από τα 85 εστιατόρια της χώρας βρίσκονται στο Νότιο … [Read More...]