ΧΙΟΣ : … « Σα νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι’ οι καημοί του κόσμου;»
( Αλεξ. Παπαδιαμάντης, Το μοιρολόϊ της φώκιας )
Αφιερώνεται
στον αδελφό μου Νικόλαο
Συμπληρώνονται το 2024, 173 χρόνια από τη γέννηση και 113 από το θάνατο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), του ποιητή με τον πεζό λόγο, όπως πολύ προσφυώς τον χαρακτήρισε ο Κ. Παλαμάς.
Είναι για όλους, όσοι ασχολούνται με τα ελληνικά γράμματα, επιστημονικό και ηθικό χρέος να τιμήσουν αυτήν τη μνήμη, που θα πρέπει να είναι ίσως η πιο σημαντική του 2011, αφού το «σκοτεινό τρυγόνι» των ελληνικών μας γραμμάτων, ο ταπεινός, μοναχικός κοσμοκαλόγερος, χωρίς αμφιβολία στο χώρο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας θα μείνει αμετακίνητος και πρωτοκάθεδρος[1]. Το θεωρώ ιδιαίτερη τιμή να αναφέρω δύο σκόρπια και φτωχικά λόγια γι’ αυτόν σήμερα, ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι πολύτιμο μας πρόσφερε μέσα απ’ τις σελίδες των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων, ήδη από την εποχή των χρυσών, ανέμελων, ελπιδόμεστων μαθητικών μας χρόνων.
Βεβαίως το θεωρώ τόλμημα να ασχοληθώ με τον Σκιαθίτη νοσταλγό με τα ρόδινα ακρογιάλια του, γιατί όταν βυθοσκοπούμε τον εαυτό μας με ειλικρίνεια, διαπιστώνουμε την πραγματική μας φτώχεια μπροστά στο γίγαντα του πνεύματος, στο γιγάντιο έργο του. Το κάνουμε, όμως, «για έναν βιοτικό επανεξοπλισμό˙ για μια ηθική ενθάρρυνση˙ για μια βελτίωση και ανανέωση της ευαισθησίας μας. Στην απώτερη σκοποθηρία μιάς τέτοιας γόνιμης επαφής» οφείλεται και η σημερινή αναφορά[2]. Η βιβλιογραφία γύρω από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμαντη είναι τεράστια. Μοιάζει με χιονοστιβάδα, που όσο κυλινδούται στην έκταση του χρόνου τόσο αυξάνεται ο όγκος της.
Πράος και αγαθός δούλος του Θεού, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πέρασε από τη φιλολογική μας ζωη σαν μοναδικό και ανεπανάληπτο φαινόμενο χριστιανικής ταπεινοφροσύνης. Γεννήθηκε στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου 1851, τέταρτο παιδί από τα εννέα παιδιά του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το συνδιασμό του βαπτιστικού του πατέρα του και της ιδιότητάς του ως ιερέα. Ο πατέρας του Αδαμάντιος (1810-1896) ήταν ιερέας, ακολουθούσε μάλιστα την αυστηρή εκκλησιαστική παράδοση των κολλυβάδων. Η μητέρα του, κόρη του Αλεξάνδρου Μωραΐτη, καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του νησιού. Ο πατέρας του, για να συντηρήσει την οικογένειά του αναγκάζεται να δουλέψει ως ελληνοδιδάσκαλος ή ως δημαρχιακός γραμματέας.
9 Απριλίου βαπτίζεται στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών, με νονό τον αδελφό της μητέρας του, Κωνσταντίνο Α. Μωραΐτη, τρεις φορές δήμαρχο Σκιάθου[3].
1856-1860. Φοιτά στο Δημοτικό Σχολείο Σκιάθου και ασχολείται παράλληλα με τη ζωγραφική. Σύντροφοι των παιδικών του χρόνων είναι τα ξαδέλφια του από την οικογένεια της μητέρας του, Σωτήριος Οικονόμου, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Σπυρίδων Μωραΐτης και Νικόλαος Διανέλος. 14 Αυγούστου 1860 παίρνει το απολυτήριο του Δημοτικού με το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (χαρακτηρισμός «μέτριος»).
8 Σεπτεμβρίου: Εγγράφεται στην α΄ τάξη του Σχολαρχείου Σκιάθου. Έχει δασκάλους τον Σκοπελίτη Γεώργιο Ι. Γεωργάρα και τον πατέρα του.
29 Ιουνίου 1862, τελειώνει τη β΄ τάξη του Σχολαρχείου. Η γ΄ τάξη έχει καταργηθεί στη Σκιάθο, γι’ αυτό διακόπτει τις σπουδές του ως το 1865. Μελετά μόνος του, βοηθά τον πατέρα του στις λειτουργίες, γράφει στίχους, ζωγραφίζει και προσπαθεί να συνθέσει κωμωδίες.
9 Σεπτεμβρίου 1865. Εγγράφεται στη γ΄ τάξη του Σχολαρχείου στη Σκόπελο με το όνομα Αλέξανδρος Αδαμαντίου ιερέως. Απομακρύνεται για πρώτη φορά από τη Σκιάθο και την οικογένειά του. Παίρνει απολυτήριο από το Σχολαρχείο Σκοπέλου «κάλλιστα». Επιστρέφει στη Σκιάθο. Δεν συνεχίζει σπουδές λόγω οικονομικών δυσκολιών.
1867 Σεπτέμβριος. Εγγράφεται στην α΄ Γυμνασίου στη Χαλκίδα. Το 1868 προσπαθεί να γράψει μυθιστόρημα και εγγράφεται εν τω μεταξύ στη β΄ Γυμνασίου. Στη μέση της χρονιάς δημιουργεί ένα σοβαρό επεισόδιο σχετικά με θεολογικά ζητήματα με τον Καθηγητή των Θρησκευτικών. Διακόπτει τη φοίτησή του και επιστρέφει στο νησί.
Σεπτέμβριος 1869. Πηγαίνει στη Χαλκίδα, για να δώσει εξετάσεις και να πάρει το απολυτήριο της β’ τάξης του Γυμνασίου. Κατόπιν στην Αθήνα, για να συνεχίσει τις σπουδές του.
18 Οκτωβρίου 1869. Εγγράφεται στη γ’ τάξη του Γυμνασίου Πειραιώς.
22 Οκτωβρίου. Γράφει στον πατέρα του «Ενοικίασα δωμάτιο δια δρχ. 8, αλλά θα ελαττώσω, θα περικόψω τα έξοδά μου, θα κάμω όσην δυνηθώ οικονομίαν, μη παροργίζεσθε». Η σχολική του εμπειρία στη Χαλκίδα τον εμπνέει να γράψει τη – χαμένη – κωμωδία, «Ο διοπτροφόρος». Έχει διαβάσει το Δον Κιχώτη.
Στα τέλη Ιανουαρίου 1870 γυρίζει στη Σκιάθο, όπου παραμένει ως το τέλος σχεδόν της χρονιάς.
Τον Ιανουάριο του 1871 βρίσκεται εφοδιασμένος με συστατικές επιστολές του πατέρα Δαμιανού, ηγουμένου της Μονής του Ευαγγελισμού Σκιάθου, προς τον Α. Κουμουνδούρο και τον Κ. Βαλαβάνη. Πιθανότατα δεν αποφασίζει να τις χρησιμοποιήσει και σύντομα επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Τον Ιούλιο του 1872 ταξιδεύει με τον παιδικό του φίλο Ν. Διανέλο – μοναχό Νήφωνα – στο Άγιον Όρος. Παραμένει μερικούς μήνες χάριν προσκυνήσεως. Τον Δεκέμβριο επιστρέφει στη Σκιάθο. Τα οικονομικά του πατέρα χειροτερεύουν. Το Σεπτέμβριο του 1873 φοιτά στη δ΄ τάξη του Βαρβακείου. Συγκατοικεί με τον εξάδελφό του Σωτήρη Οικονόμου. Αρχίζει να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα, για να βελτιώσει τα οικονομικά του. Στις 18 Απριλίου 1874 γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Είναι το παλαιότερο κείμενο που έχει σωθεί.
Η προσπάθειά του να εργαστεί ως προγυμναστής στο εκπαιδευτήριο του Κ. Μανούσου, στην Πλάκα, δεν πετυχαίνει.
Παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου με βαθμό «Καλώς». Στις 16 Σεπτεμβρίου εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή όπου ήδη φοιτούν ο Μωραϊτίδης και ο Οικονόμου, με το όνομα Αλέξανδρος Παπά Αδαμαντίου. Έχει συμφοιτητή τον Γ. Βιζυηνό. Ο πατέρας του θα τον ήθελε μάλλον στη Θεολογική. Αυτό φανερώνει ένα γράμμα του Αλέξανδρου στις 19/9 ενώ ήδη είχε κάνει την επιλογή του: «Ακόμη δεν επήγα να εγγραφώ εις το Πανεπιστήμιον. Σαλεύω δε μεταξύ Θεολογίας και Φιλοσοφίας και καλόν ήτο να έχω την γνώμην σας… θα υπάγω την Δευτέραν να εγγραφώ εις οποίαν των δύο σχολών με φωτίσει ο Θεός». Συγκατοικεί πάλιν με τον Σ. Οικονόμου. Μελετά μόνος του ξένες γλώσσες (αγγλικά – γαλλικά) και συνεχίζει τις παραδόσεις ιδιαιτέρων μαθημάτων.
25 Σεπτεμβρίου 1875. Ανανεώνει την εγγραφήν του στο δεύτερο έτος της Φιλοσοφικής, αλλά δεν ολοκληρώνει ποτέ τις σπουδές του[4]. Η στράτευση και οι απασχολήσεις του, για να κερδίζει το ψωμί του, συνετέλεσαν ώστε τελικά να εγκαταλείψει και το Πανεπιστήμιο και να αφοσιωθεί βιοποριστικά στη δημοσιογραφία. Έγινε ακόμη ψάλτης, προγυμναστής αμελών μαθητών, μεταφραστής[5]. Το 1876 γράφει ενυπόγραφα άρθρα στην εφημερίδα. Έχει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και ζητάει συνεχώς χρήματα από τον πατέρα του. Το 1877-1878 τον απασχολούν στρατιωτικά ζητήματα. Το 1879 εδημοσιεύθη, σύμφωνα με την αυτοβιογραφίαν του, η «Μετανάστις» εις τον «Νεολόγον Κων/ λεως»[6]. Το 1881 εν ποίημά του εις το περιοδικόν «Σωτήρ». Το 1882, πάλι κατά τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη, εδημοσιεύθη το έργον «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μη χάνεσαι», όπου υπογράφει με το ψευδώνυμον «Μποέμ» και ο Γαβλιηλίδης τον παρουσιάζει ως «άγνωστον ακόμη εις τον φιλολογικόν κόσμον δύναμιν, ήτις εν πολλή μετριοφροσύνη επιμένει να μη γίνουν τ’ αποκαλυπτήριά της». Το 1884 εργάζεται στην «Ακρόπολη» του φίλου του Γαβριηλίδη, και δημοσιεύει το μυθιστόρημα «Η γυφτοπούλα», το οποίο σημειώνει επιτυχία και μεταφράζεται στα ιταλικά και δημοσιεύεται σε ιταλική εφημερίδα, ενώ στην Ελλάδα το διασκευάζουν σε εξάπρακτο δράμα. Ο ρακένδυτος μάγος της Σκιάθου προχωρεί ασταμάτητα στη λογοτεχνική του δημιουργία, με το σπάνιο ταλέντο του, που τον καθιερώνει ως τον πρωθιεράρχη της πεζογραφίας μας. Έγινε ακόμη ψάλτης τακτικού εκκλησιάσματος, στο ναΰδριο του Αγίου Ελισσαίου, ο επιστήθιος φίλος φτωχών ανθρώπων του λαού, με τους οποίους συμποσιαζόταν ταπεινά, δημιουργώντας ένα περιβάλλον ασκητικής σωφροσύνης. Έγινε ο θρύλος των ανθρώπων του πνεύματος, που αργά μόλις μπόρεσαν να συλλάβουν όλο το μεγαλείο της πνευματικής του ανωτερότητας.
Οι κατοικίες του, ταπεινά κελλιά, βρίσκονταν πότε στου Ψυρρή, πότε στην Πλάκα, άλλοτε μακρύτερα και τον τελευταίο καιρό στη δεξαμενή, στο Κολωνάκι, όπου αποτέλεσε τη σεβάσμια μορφή της φιλολογικής συντροφιάς, που ελκυόταν εκεί από την αίγλη του[7]. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας από τους Νεοέλληνες, που πολυερμηνεύτηκαν και παρερμηνεύτηκαν. Λίγοι, πολύ λίγοι από τους κριτικούς – και προπαντός σύγχρονοί του – τον είδαν και τον ερμήνευσαν σωστά. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια βρέθηκαν και κριτικοί να πουν και να υποστηρίξουν πεισματικά, πως ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος ήταν: πρωτοπόρος, επαναστατικός, κοινωνικός προφήτης και μεταρρυθμιστής, σωστό ζωντανό σκηνωμα του προοδευτισμού. Και ωστόσο, αυτά δεν είναι παρά θεληματικές ή αθέλητες υπερβολές. Είναι, όμως, φανερό, ότι αυτό στο τέλος καταντάει παραχάραξη και νοθεία. Απ’ τον Παπαδιαμάντη δίκαιο είναι να ζητούμε να μας δώσει εκείνο που αυτός έχει˙ όχι εκείνο που εμείς θα θέλαμε. Ας μη χανόμαστε σ’ άκαιρες και άσκοπες δολιχοδρομίες˙ σε «κοινήν, θνητήν φλυαρίαν», όπως θα έλεγε ο Πλάτων. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι πρόβλημα˙ είναι προσφορά σ’ όποιον θελήσει να γευθεί το έργο του. Το τι είναι και τι τον απασχολούσε ολοζωής μας το είπε καθαρά και ξάστερα ο ίδιος˙ μ’ απόλυτη σαφήνεια και ρητότητα. Δεν ήθελε ν’ αφήσει πίσω του μπερδεμένη κι’ αμφισβητούμενη κληρονομιά. Ίσως είχε προβλέψει με ποιά κριτική σκοποθεσία θα τον αντίκριζε η εποχή μας. Γι’ αυτό πρόλαβε: «Το επ’ εμοί, εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά έθη. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κοληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ…»[8].
Ο Κωστής Παλαμάς συμπυκνώνει γλαφυρά τις κύριες παπαδιαμαντικές διαστάσεις. «Ο Παπαδιαμάντης», γράφει, «είναι μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών. Ο ιστορητής των θαλασσινών ειδυλλίων, ο απέριττος και ασχημάτιστος και ελκυστικός κι’ ευκολοδιάβαστος και ξεχωριστός ακόμα κι’ από την αδιαφορία του προς το τεχνικό, το ξετύλιγμα των ιστοριών του, προς ό,τι ονομάζεται συμμετρία και σύνθεση. Απαλός και αφρόντιστος αυτοσπουδαστής, που τραγουδά πιο πολύ και που δημοσιογραφεί, παρά που χτίζει και που καλλιτεχνεί τις ιστορίες του». Ο Παπαδιαμάντης αντιμετώπισε μια σειρά από αδυσώπητους εχθρούς, απ’ την άλλη, οι πιο θερμοί υποστηρικτές του, προβαίνουν καμμιά φορά σε εκδηλώσεις λατρείας, που δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν σαν καρπός μιας νηφάλιας και υπεύθυνης σκέψης[9].
Ο Παπαδιαμάντης, φτωχοντυμένος κι’ ατημέλητος, με τη συνείδηση ενός αναχωρητή, τραβηγμένος στις παρυφές της κοσμικής ζωής, στέκει ολότελα αδιάφορος στο θέμα της περιβολής και προβολής του και βιώνει «τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια». Δεν χωράει καμμιά αμφιβολία πως αιτία της φτωχής περιβολής του είναι η αφόρητη φτώχεια του. Τη μειονεξία, όμως, της εξωτερικής περιβολής του ο Παπαδιαμάντης την αντισήκωσε με τον κόσμο και το διάκοσμο της ψυχής του, ξεστρατίζοντας στον ένα και μοναχοβάδιστο δρόμο. Κι’ όμως, παιανίζει γι’ αυτόν η σικελιανή μούσα, «με πρόσωπο στο στήθος του χωμένο…». Σ’ αυτή τη φυσιογνωμική στάση τον είδαν φωτογράφοι, ζωγράφοι, χαράκτες και γλύπτες. Είναι το απαρτισμένο και ζωντανό στιγμιότυπο για το συμβολισμό της εγκαρτέρησης και της ταπεινοφροσύνης. Ο Παπαδιαμάντης αυτοβυθίζεται στον αβυθομέτρητο χώρο της ψυχής του, εκεί που βρίσκονται θησαυρισμένες οι μνήμες, η πίστη του και τα ιδανικά του.
Να γιατί ένας άλλος ομοτεχνός του, ο Άγγελος Σικελιανός, μ’ έναν ευστόχαστο εικονικό συμβολισμό του, αδυνατώντας να βρει πρωτότυπο λεκτικό σχήμα, για να εξεικονίσει την πόλωση των υπαρξιακών στοιχείων, που συνθέτουν την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη, προτιμά να δανειστεί στίχους από την εκκλησιαστική υμνογραφία και πιο συγκεκριμένα από το γνωστό απολυτίκιο του Αγίου Νικολάου, «τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια…»[10]. Ήθελε μ’ αυτό το φιλολογικό δάνειο να μας μεταφέρει με άμεσο τροπο στο χριστιανικό κλίμα, που μέσα του ζει, κινείται, στοχάζεται και δημιουργεί ο Παπαδιαμάντης. Και ίσως δεν υπάρχει παραστατικότερη και πιο θαυμαστή στη λιτότητά της στιχερή, ερμηνευτική διαπίστωση απ’ αυτή.
Ο Παπαδιαμάντης «πλαστούργησε τους ήρωες των διηγημάτων του απ’ το πιο ταπεινό στην κοινωνική προβολή του, ανθρώπινο υλικό. Γυναικούλες και γριούλες, σκυμμένες απ’ το βάρος μιας φτωχής και στερημένης ζωής, που απ’ τα μικρά τους ακόμα χρόνια είχαν κλειστές τις προσβάσεις της ευζωίας και καλοπέρασης. Τσοπάνηδες με τραχειά σκέψη και αίσθηση ζωής, κάτι σαν πρινόριζες, που έρπουν στις σκιαθίτικες πλαγιές και στα λιθόσπαρτα μέρη της. Τσοπανόπουλα, πιστά έκτυπα του περίγυρού τους. Λευίτες, εφημεριακούς παπάδες ή καλόγερους, με λειψή ή ανύπαρκτη θεολογική γνώση, αλλά με το χριστιανικό πρωτόπλασμά τους γνήσιο και παραδοσιακά συνθεμένο και με ζηλωτική συναίσθηση της ευθύνης και του χρέους απέναντι των πιστών. Ναυτικούς ψημένους στη θαλασσάρμη, που συνήθισαν να βλέπουν το υγρό στοιχείο σαν έναν πειρασμό, σίγουροι πως αν μπλεχτούν στους εναγκαλισμούς του, τους μέλλεται να γευθούν βαθιές γλύκες, αλλ’ ίσως και το θάνατο. Ξενητεμένους σε χώρες μακρινές και πρωτάκουστες, χαμένους για χρόνια, λησμονημένους απ’ τους πολλούς, μεταστοιχειωμένους στις καρδιές των δικών τους σ’ έναν αγλύκαντο καημό, που στέλνουν αναπάντεχα κάποτε ένα μήνυμα και ένα φτωχοτσέκ, για να γίνει ο καημός γλυκασμός»[11].
«Ορφανά απ’ τη νηπιακή τους ακόμα ηλικία, που γνώρισαν τον εαυτό τους χωρίς τη γονική φτερούγα πάνω απ’ το κεφάλι τους κι’ ένα κοριτσομάνι από Σκιαθιτοπούλες, είτε Αμαρυλλίδες των δασωμένων λογγαριών, είτε χελιδόνες, που τιτιβίζουν στα λιακωτά και στα στενορρύμια της πολίχνης, ανέγνοιαστα και απονήρευτα, ανάγλυφα, σμιλεμένους ανδρικούς και γυναικείους τύπους της αθηναϊκής φτωχογειτονιάς και της αττικής υπαίθρου. Κάποτε μικρόκαρδους εκμεταλλευτές του ανθρώπινου μόχθου με την επαρχιώτικη κουτοπονηριά και τη φτωχαλαζονεία τους. Δοκησίσοφους γραμματισμένους. Σε συνδιασμό η σκληράδα, η ταπείνωση και η φτώχεια».
Ατόφια η ανθρώπινη χαρακτηρολογία, όπως τη μορφοποίησαν οι άθλιες κοινωνικές συνθήκες της εποχής, που έζησε ο Σκιαθίτης πεζογράφος. Αυτή είναι η προσωπογραφία και θεματογραφία που πλαστουργείται συμπαθητικά κι’ αριστοτεχνικά μέσα στις σελίδες της παπαδιαμαντικής δημιουργίας[12].
Η θάλασα, επίσης, στο έργο του Παπαδιαμάντη δεν είναι μόνο στοιχείο διακοσμητικό, αλλά μια δυναμική παρουσία. Δεν είναι μόνο σκηνικό βάθος, που μέσα του θα πλεχθεί επεισοδιακά μια ιστορία. Το έργο του είναι διαποτισμένο από τη θαλασσινή ζωή, όπως τη δημιούργησε ο θαλασσολάτρης θεατής, ο βασανισμένος ναυτίλος, ο θαλασσοβίωτος άνθρωπος. Είναι ο χώρος που δίνει το καθημερινό ψωμί σμιγμένο μ’ αρμύρα, με αγώνα και οδύνη, με θλιβερές εμπειρίες και πνιγμούς. Για το θεματικό πλούτο του σκιαθίτη πεζογράφου η θαλασσινή ζωή είναι πάντοτε η ανεξάντλητη πηγή των εμπνεύσεών του. «Η θάλασσα αποπνευματώνεται σ’ ένα βαθύτατο αγάπημα του Σκιαθίτη νοσταλγού. Είναι η δεύτερη βαθμίδα στην κλιμάκωση των αξιών του, μα πάνω απ’ όλα, κατάκορφα στην ιερή κλίμακα της ψυχής του, αναβαθμική κορωνίδα της κοσμοθεωρίας του, αστράφτει η χριστιανική πίστη, χώρος περιεκτικός του παντός, βιοτικό και μεταφυσικό του αγάπημα».
Για τον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός από το Θεό, κρατάρχη του σύμπαντος, βιοτική μας ελπίδα, μεταθανάτια προσδοκία, έλξη στην αιωνιότητα. Η θρησκευτικότητά του δε χάνεται σε αποδείξεις και ενδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Βλέπει το Θεό μέσα απ’ τον μυστηριακό χώρο και την κατάνυξη της Ορθόδοξης ανατολικής πίστης και μάλιστα του ασκητισμού. Η χριστιανική πίστη θα αποτελέσει το ασάλευτο υπόβαθρο και το αέτωμα της δημιουργίας του.
Σωστά διατύπωσαν κάποιοι κριτικοί, πως ο Χριστιανισμός του Παπαδιαμάντη είναι «βυζαντινόφερτος στην καταγωγή του κι’ ελληνολαϊκός στην υφή του».
Απορούμε, χωρίς να βρίσκουμε απάντηση, πως ο Παπαδιαμάντης, μ’ όλη τη έξοχη θεολογική του κατάρτιση, θέλησε και μπόρεσε να μείνει ένας απλός Ορθόδοξος Χριστιανός[13].
Ο Παπαδιαμάντης δε χρειάζεται απολογητές για το έργο του. Αυτό το ξέρουν όσοι διάβασαν και μελέτησαν τα παπαδιαμαντικά διηγήματα στα σχολικά βιβλία. Το έργο του χρειάζεται ικανό και ψυχωμένο δάσκαλο. Και εξάλλου ο Ελύτης είπε, «όπου κι αν μας βρίσκει το κακό και ο νους μας θολώνει, να μνημονεύουμε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»[14].
Στις μέρες μας το εορταστικό διήγημα με την παγκοσμιοποίηση της λογοτεχνίας, βρίσκεται σε κάμψη. Αν αποκτά, όμως, αμιγή ελληνικό χαρακτήρα, αυτό το οφείλει, κυρίως, στους δύο Σκιαθίτες εξαδέλφους, τον Μωραϊτίδη και τον, κατά πέντε χρόνους μικρότερό του, Παπαδιαμάντη. Και οι δύο εξακολουθούν μέχρι τέλους του βίου τους να γράφουν διηγήματα και μάλιστα εορταστικά. Ο Μωραϊτίδης μόλις είκοσι οκτώ, ενώ του Παπαδιαμάντη τα μέχρι σήμερον ευρεθέντα φτάνουν τα 169. Και για τους δύο Σκιαθίτες, το εορταστικό διήγημα λειτουργεί ως καταλύτης και φέρνει την αλλαγή της συγγραφικής τους πορείας. Αρχικά και οι δύο γράφουν ποιήματα, ιστορικά δράματα και μυθυστορήματα με ρομαντική πνοή, και δεν διανοούνται να εκμεταλλευτούν το πλουτοφόρο κοίτασμα των αναμνήσεών τους. Ωστόσο, η συναισθηματική φόρτιση των ημερών, απαιτεί μια περισσότερο προσωπική γραφή. Την πρώτη δεκατία, 1887-1896, ο Παπαδιαμάντης εμφανίζεται ιδιάιτερα συνεπής. Δημοσιεύει ανελλιπώς εορταστικά διηγήματα, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα, κάποτε και τα Φώτα και τις Απόκριες[15].
Ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης για τους μεταπολεμικούς – και πολλούς προπολεμικούς – ήταν μία φήμη. Άρχισε να λαβαίνει υπόσταση στην τελευταία δεκαετία του αιώνα μας. Πρώτα με τον «Ταρταρίνο της Ταρασκώνης» του Ντωντέ, ύστερα με τη μνημειώδη έκδοση του διηγήματος «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Ακολούθησαν ακόμη πέντε τόμοι μεταφράσεων. Ο Μωραϊτίδης, ο Νιρβάνας, ο Βλαχογιάννης και άλλοι ιστορούν το μεταφραστικό του μεροκάματο. Ο Νιρβάνας γράφει: «Τον είδα σκυμμένον ώρας ολοκλήρους εις γραφεία εφημερίδων να μεταφράζει άρθρα, μυθιστορήματα, ειδήσεις, τηλεγραφήματα, χαμένον πάντα πίσω από ένα βουνό αγγλικών εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων. Ήτο χλωμός και κακόρεκτος και δύστροπος κάποτε, υποφέρων από το στομάχι του». Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης γράφει στον Βλαχογιάννη, όταν μεταφράζει την «Ιστορία της Ελληνικής Επναστάσεως» του Γόρδωνος: «Ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους και τα άλλα δύο δάχτυλα πάσχουσιν σκλήρυνσιν του δέρματος. Η μέση μου πονεί». Και λίγους μήνες αργότερα: «Εγώ εκόλλησα εδώ εν δυστυχία», αλλά εξακολουθεί να μεταφράζει «προς βιοπορισμόν βέβαια» (δικά του λόγια). Αλλά σε τι σπουδαία ελληνικά γυρίστηκαν από τα δαρμένα και σκληρυμένα δάκτυλά του αγγλικά και γαλλικά άρθρα και διηγήματα και μυθυστορήματα! Κακόρεκτος και με χαλασμένο στομάχι, αλλά καθόλου δε φαίνεται αυτή η βαριά θητεία – ειλωτία καλύτερα – στις μεταφράσεις[16].
Πιάνει ασήμι και συχνά το μεταποιεί σε χρυσάφι. Είχε δίκιο ο Καλλίνσκης, που έβρισκε ότι η μετάφραση του έργου « Πού υπάγεις Κύριε» είναι καλύτερη από το πρωτότυπο «Quo vadis Domine» κι’ ας μη είχε μεταφράσει ο Παπαδιαμάντης το έργο κατ’ ευθείαν από την πολωνική.
Το μεταφραστικό του έργο είναι τεράστιο και κατά μέγα μέρος θαμμένο. Έχει αρχίσει η ανασκαφή, αλλά είμαστε ακόμη στα εύκολα, στον κατάλογο του Γ. Κ. Κατσίμπαλη. Πρέπει να πάμε βαθύτερα να βρούμε αρχαίες εφημερίδες, να διαβάσουμε αράδα-αράδα χιλιάδες σελίδες, να βεβαιωθούμε τί από τον μακρό κατάλογο του Γ. Βαλέτα είναι παπαδιαμαντικό και ύστερα να το εκδώσουμε «προς απόλαυσίν μας», – πάλι δικά του είναι τα λόγια αυτά – και για την αγάπη του ασαββάτιαστου μεταφραστή[17].
Ο Παπαδιαμάντης, που «χάριν φιλίας άφησε το Νιρβάνα να τον φωτογραφίσει στη Δεξαμενή, ζητώντας του όμως να κάνει γρήγορα, λέγοντάς του στα γαλλικά να μην προκαλούν την περιέργεια του κοινού[18], αυτός, που την ώρα της επίσημης εκδήλωσης για την εικοσαπενταετία της συγγραφικής του δράσης έμεινε στο μπακάλικο του Μπούκη, όταν η γυναίκα του μπακάλη του υπενθύμισε ότι εκείνη την ώρα έπρεπε να βρίσκεται στον «Παρνασσό». Αυτός, τον οποίο πέρασαν για ζητιάνο ο Ανδρέας Συγγρός στο δρόμο και ο Σταμάτης Σταματίου, αρθρογράφος της τότε Ακροπόλεως, στα γραφεία της εφημερίδας, ο άνθρωπος αυτός δεν πέρασε απαρατήρητος ούτε από τους συγχρόνους του, ούτε από τους μετέπειτα.
Οι πιο πολλοί ομότεχνοί του, γοητευμένοι από τη φιγούρα του, είδαν το έργο του μέσα από την εικόνα του. «Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεύς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκάς οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσχαλα και την χείρα αιωνίως επί του στήθους…», γράφει ο Δ. Χατζόπουλος. Κι’ ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει το πορτραίτο του και δίνει το μέγεθος της λογοτεχνικής του αξίας αντιθετικά προς την εμφάνιση και τη βιοτή του, «Τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μέγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά την παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια του και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπαρμπαγιάννη. Μακριά από όλους τους πελάτες, απομονωμένος σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα, στην πραγματική του ζωή».
Κι’ ο Παλαμάς γράφει: «Δεν θυμούμαι αλλού να απάντησα τεχνίτη σαν αυτόν, που όχι μόνον να μη έχει της τέχνης του την αυταρέσκειαν, αλλά να κοιτάζει πώς να κρύψει κάθε τεχνίτη πόζα και κάθε σκέψη, σα ματαιότητα. Η τέχνη του είναι, να μη δείχνει καμμιά τέχνη, όχι μόνο στα λόγια του, αλλά και στη σύνθεση πολλές φορές των έργων του».
Άλλοι, όπως ο Γεράσιμος Βώκος, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Ι. Θ. Τσώκλης, τον ακολουθούν μέχρι τον Άγιο Ελισσαίο και τον παρακολουθούν να ψάλλει στην αγρυπνία[19].
Ο όγκος των δημοσιευμάτων γύρω από τον Παπαδιαμάντη είναι τεράστιος. Παραμένει, όμως, δυστυχώς, αβιβλιογράφητος[20]. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο «΄Αγιος των ελληνικών Γραμμάτων» και εορτάζεται τρεις φορές το χρόνο: την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Οι δρόμοι προσέγγισής του πολλοί. Ο Ελύτης ονομάτισε το ζητούμενο καλύτερα από όλους: «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη»[21].
Το έργο του Παπαδιαμάντη αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για μελετητές αλλά και για αναγνώστες. Έιναι ένας στίβος, στον οποίο μετριέται η αναγνωστική και κριτική μας επάρκεια αλλά και η πνευματική μας ευαισθησία. Και χθες και σήμερα και πάντα, ο μαγευτικός και μαγικός Σκιαθίτης, το «σκοτεινό τρυγόνι» των γραμμάτων μας δεν κρίνεται αλλά κρίνει περί ζωής και θανάτου[22].
Στις τελευταίες μέρες του 1910, ο Παπαδιαμάντης λίγο πριν μεταβεί στην «πέρα πατρίδα» από την κλίνη της αρρώστειας, απήυθυνε λόγια παρηγοριάς στις αδελφές του, που θα έμεναν χωρίς βοηθό και προστάτη: «Τώρα που θα φύγω εγώ, έχω καλούς φίλους και με αγαπούν, και θα με ενθυμούνται, και τα βιβλία μου θα τυπώσουν και λεπτά θα σας δώσουν». Τα λόγια αυτά επαλήθευσαν, ως προφητικά. Ο ίδιος όσο ζούσε, δεν κράτησε στα χέρια του δικό του βιβλίο[23].
Το πολύτιμο αρχείο του, κλεισμένο σε ένα κιβώτιο, το μετέφερε ο ίδιος στη Σκιάθο, όταν μετακόμισε εκεί οριστικά το 1908 και με το θάνατό του η περιπέτεια των γραπτών του μόλις άρχισε. Οι φτωχές αδελφές του πωλούσαν ή παραχωρούσαν κομμάτια του αρχείου σε όποιον ενδιαφερόταν, έστω και λίγο γι’ αυτές. Για το σκόρπισμα των χειρογράφων του αρχείου, ο Γ. Βαλέτας χρησιμοποιεί τον όρο «χαλασμός». Την επαύριον του θανάτου του, με πρωτοβουλία του φίλου του Γ. Βλαχογιάννη, τα δικαιώματα εκδώσεως πουλήθηκαν από τις αδελφές του Παπαδιαμάντη στον Εκδοτικό Οίκο Γ. Φέξη.
Πέρασαν 100 χρόνια από τότε που «ο λευκοφόρος την διάνοιαν» Σκιαθίτης εκοιμήθη, αλλά η λήθη δεν τον σκέπασε. Οι αλλεπάλληλες εκδόσεις των έργων του, ο συνεχώς αυξανόμενος όγκος της βιβλιογραφίας του και όλες οι αναζητήσεις και προβληματισμοί των ειδικών μελετητών, μαρτυρούν ότι το άστρο του είναι ανέσπερο και η μαρμαρυγή του μελαγχολικού και μυστηριώδους φωτός του στις μέρες μας κάθε άλλο παρά λιγόστεψε[24].
Έλεγε για τον Παπαδιαμάντη ο Νομάρχης της Σκιάθου, με τη μεσολογγίτικη προφορά του και αφέλεια: «Μωρ’ είναι μεγάλος άνθρωπος λέω! Τούτος είναι που του έκαμε η πριγκίπισσα Μαρία στον Παρνασσό τη γιορτή; Πήγε ο Διάδοχος, πήγαν οι πρίγκιπες και το άνθος της Αθήνας. Μωρ’ είναι μεγάλος άνθρωπος! Κι’ έτσι νάναι ντυμένος! Να μη βαστάει τη θέση του! Όλοι οι επίσημοι τον θαύμαζαν, όλοι τον αγαπούσαν, τον τιμούσαν, τον περιποιούνταν μα… δε βαστούσε τη θέση του ο ευλογημένος! Ποτέ δεν πήγε με τους καλούς του τόπου τούτου, με το δήμαρχο, (ο δήμαρχος αλήθεια του έχει υποθήκη το πατρικό του για χιλιες δραχμές, μα είναι δήμαρχος!) με τον ειρηνοδίκη, με τον τελώνη, ποτέ! Όλο με ψαλτάδες, με καντηλανάφτες, με ναυτικούς και στις ταβέρνες. Ά, δεν κάνει καλά, δεν κάνει καλά επίμενε ο νομάρχης. Εγώ θα του το ειπώ ένας μεγάλος άνθρωπος…»[25].
Το έργο του Παπαδιαμάντη είναι κυριολεκτικά κατακλυσμένο από τη Σκιάθο από την τοπική και την ανθρώπινη ουσία και παρουσία της. Ο ίδιος έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, απόδημος βιοπαλαιστής στην Αθήνα και στις φτωχογειτονιές της. Η θύμισή του, ωστόσο, φτερούγιζε διαρκώς και επίμονα πάνω από τις στέγες και τις καμινάδες με τον «αποθρώσκοντα καπνόν της πολίχνης και μετεωριζόταν ρεμβατικά πάνω από τας χλοεράς και ευανθείς κοιλάδας της»[26].
Το έργο του κοσμοκαλόγερου είναι ένας πολυκέντητος μνημονικός καμβάς. Μια μνήμη διάφανη και εξαγνισμένη, που κατασταλάζει, σχεδόν πάντοτε σε μιά ψαλτική υπόκρουση με μακρόσυρτους ρυθμούς.
Έκλεισαν σωστά 100 χρόνια από τότε που πέθανε, στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ο Ππαδιαμάντης. Το έργο του, ωστόσο, νίκησε το χρόνο κι’ οι δεκαετίες που κύλισαν, αντί να ξεθωριάσουν, αντίθετα έκαναν το έργο του πιο στιλπνό και φεγγερό. Ανέβασαν τη δημιουργία του στην αξία μιας νεοελληνικής κλασικότητας. Δίκαια ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίσθηκε ως εθνικός συγγραφέας και μάλιστα ο πρώτος.
Πλησιάζοντας τον Παπαδιαμάντη, ποτέ δεν θα φύγεις με τα χέρια κενά. Μοιάζει μ’ έναν παππού, που πάντα κάτι κρύβουν οι κόρφοι του[27]. Οι σελίδες του θυμίζουν φουσκωμένους κόλπους της Θεία-Αχτίτσας, της θαυμάσιας σταχομαζώχτρας, στο ομώνυμο διήγημα.
Αξίζει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη για μια ουσιαστικότερη συμμετοχή στην πνευματική του πανδαισία. Το πνευματικό τραπέζι, που ετοίμασε για τις επερχόμενες γενιές, αυτός ο φτωχότατος Σκιαθίτης, είναι πλούσια στρωμένο. Ήθελε, όμως, πάντα τους συνδαιτημόνες του διαλεχτούς. Γιατί σαν έπινε, σαν έγραφε και σιγοτραγουδούσε, δεν ξεφάντωνε, ιερουργούσε[28]. «Ο κάθε στοχασμός του, ασμάτων άσμα, στον κόσμο το δικό του κόσμος το κάθε πλάσμα» θα παιανίσει γι’ αυτόν ο Μιλτ. Μαλακάσης.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο αμετακίνητα πρωτοκάθεδρος της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας, «το χειμαζόμενον πτηνόν», το «σκοτεινό τρυγόνι», «παρ’ όλα τα ανεμοβρόχια που έδειραν το βίο και το έργο του, δεν έπαψε να είναι το πιο παρηγορητικό θαλασσινό μας πουλί. Και τώρα, μια για πάντα, έξω από το χειμώνα και μέσα στην άνοιξη που λαχταρούσε, μινυρίζει, αηδόνι της Λαμπρής»[29].
[1] Βλ. Β. Σκουβαρά, «Ο Παπαδιαμάντης όπως τον ύμνησε ο Σικελιανός», Αθήνα 1981, σ. 8-9
[2] ο.π., σ.9
[3] Βλ. Περιοδ. «Διαβάζω», τεύχος 165, Αθήνα 1987, σ.23
[4] Βλ. Περιοδ. «Διαβάζω», ο.π., σ.23-25
[5] Βλ. Μιχ. Περάνθη, Μεγάλη Ανθολογία της Ποιήσεως, τ. Α’, 9η έκδοση, Αθήνα χ.χ., σ.553-556
[6] Βλ. «Διαβάζω», ο.π., σ.22
[7] Βλ. Μιχ. Περάνθη, ο.π.
[8] Βλ. Β. Σκουβαρά, ο.π., σ.11-12
[9] Βλ. Περιοδικόν «Διαβάζω», ο.π., σ.34
[10] Βλ. Βαγ. Σκουβαρά, ο.π., σ.17
[11] Βλ. Βαγ. Σκουβαρά, ο.π., σ.18-19
[12] Βλ. Βαγ. Σκουβαρά, ο.π., σ.18-19
[13] ο.π., σ.22-23
[14] Βλ. Φώτη Αρ. Δημητρακοπούλου, 2001 έτος Παπαδιαμάντη, «Η Καθημερινή», «Επτά ημέρες», 24 Δεκ. 2000, σ.3
[15] Βλ. Μ. Θεοδοσοπούλου, Το εορταστικό διήγημα, «Καθημερινή», ο.π., σ.4-5
[16] Βλ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Ο μεταφραστής Παπαδιαμάντης, ο.π., σ.14
[18] Βλ. Άγγελου Μαντά, Μαρτυρίες και μελέτες για το πρόσωπο και το έργο, ο.π., σ.15
[23] Βλ. Βασιλ. Λαμπροπούλου, Εκδοτική περιπέτεια, ο.π., σ.18
[25] Βλ. Α. Καρκαβίτσα, Μιά σκιαθίτικη μαρτυρία για τον Παπαδιαμάντη, ο.π., σ.11-12
[26] Βλ. Βαγ. Σκουβαρά, ο.π., σ.28-30
[27] ο.π., σ.30-31
[28] Βλ. Β. Σκουβαρά, ο.π., σ.31-32
[29] Βλ. Ν. Δ. Τριανταφυλλοπούλου, «Διαβάζω», ο.π., σ.1