ΧΙΟΣ : Γράφω όσα θυμάμαι από τον πατέρα μου και τον κυρ Γιάννη τον Κωσταντά που διηγούνταν για το τι περάσαν στο μέτωπο της Αλβανίας.Κοπάδι τα αεροπλάνα έρχονταν κατά πάνω τους. Περίμεναν την καταστροφή. Μα ω του θαύματος τα αεροπλάνα τούς προσπερνούν και χτυπούν το χωριό που ήταν εγκατεστημένος ο εχθρός. Θαύμα για λάθος έλεγαν
Μεγάλος ο πόλεμος και με τις ψείρες. Θυμόταν ο κυρ Γιάννης την κρούστα από ψείρες που βγήκε όταν βούτηξαν ένα πουλόβερ σε βραστό νερό. «Μαύρισε το νερό», έλεγε.
Η κούραση ήταν τέτοια λέγαν που κάποια μέρα ξύπνησαν μέσα στο νερό, είχαν κοιμηθεί κάτω από ένα γεφυράκι και για κακή τους τύχη τη νύχτα έβρεξε, κατέβηκε νερό και τους μούσκεψε.
Μεγάλη και η ταλαιπωρία της επιστροφής από τα αλβανικά σύνορα ως τη Θήβα. Εκεί ήταν εγκατεστημένη μια οικογένεια που το 1922 σαν πρόσφυγες είχαν βρει φιλοξενία στο κτήμα του παππού μου.
Τους έπλυναν, τους έδωσαν καθαρά ρούχα, τους ξεψείριασαν όπως έλεγαν, κοιμήθηκαν μερικές μέρες και γύρισαν στη Χίο.
Ο πατέρας μου πέθανε πριν χρόνια, ο κυρ Γιάννης ο παστελάς από τα Θυμιανά πέθανε πριν λίγα χρόνια.
ΑΥΤΑ ΣΑΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΠΟΥ ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΕΔΩΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ
*Από το βιβλίο του Γ. Παϊδούση «Καμπούσικες ιστορίες της Βεγγέρας»