ΚΑΛΥΜΝΟΣ:
<!–
Error: wp_booster error:
td_api_base::get_key : a component with the ID: single_template_9 Key: show_featured_image_on_all_pages is not set.
/home/kalymnos/public_html/wp-content/plugins/td-composer/legacy/common/wp_booster/td_api.php (rara-error)
–>
* Μιχάλης Γ. Κώτης – Εκπαιδευτικός, Συγγραφέας, Λογοτέχνης
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1939 από πατέρα Καλύμνιο και μητέρα Τηλιακιά. Είναι παντρεμένος με την Καλλιόπη Καραφυλλάκη, πατέρας τριών παιδιών και παππούς πέντε εγγονιών
———————————————-
ΦΥΛΑΚΑƩ ΑΓΓΕΛΟƩ ΤΗƩ
Δέκα του Οκτώβρη, πέντε και τέταρτο το απόγευµα. Η Νατάσα Μάλεβιτς, η όµορφη, λυγερόκορµη και καλοσυνάτη Ʃέρβα, τελειόφοιτη φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής Ʃχολής της Βοστώνης, χαζεύει τις βιτρίνες στην εµπορική οδό Χάµιλτον. Αποφάσισε να αγοράσει ένα καλό φόρεµα για να το φορέσει στην καθιερωμένη τελετή απονομής των πτυχίων που θα γίνει τις προσεχείς ηµέρες.
Ήρθε να σπουδάσει στην παραπάνω Ʃχολή µε πρόσκληση της άτεκνης θείας της Τζίνας και του συζύγου της Ντούσαν Μάρκοβιτς πριν πέντε χρόνια. Πάνε µέρες που έδωσε το τελευταίο µάθηµα και σήµερα, γύρω στο µεσηµέρι, πληροφορήθηκε ότι το πέρασε. Ʃε λίγες µέρες θα έχει στο χέρι και το πολυπόθητο πτυχίο. Αγωνίστηκε σκληρά επί πέντε χρόνια και, όπως νικήτρια αθλήτρια, θα παραλάβει το έπαθλο της νίκης!
Αντίθετα µε το µελαγχολικό και ψυχρό φθινοπωρινό δειλινό, η Ʃέρβα φοιτήτρια νιώθει απέραντη χαρά και ευτυχία. Μες στην τρελή χαρά βαδίζει στο πεζοδρόµιο της Χάµιλτον εξετάζοντας µε κάθε λεπτοµέρεια ένα ένα τα φορέµατα κάθε βιτρίνας. Έχει περίπου ένα µισάωρο που ψάχνει, µα σε καµιά ως τώρα δε βρήκε αυτό που θέλει.
Ʃε µια στιγµή που η µατιά της έπεσε σε κάποιο φόρεµα που της άρεσε και το παρατηρούσε µε προσοχή, δέχεται ξαφνικά από πίσω ένα δυνατό χτύπηµα στο κεφάλι και την ίδια στιγµή νιώθει κάποιον να της τραβά βίαια την τσάντα. Ένιωσε µεγάλη ζαλάδα. Όλα γύριζαν µπροστά της, τρίκλιζε, µετρούσε το πλάτος του πεζοδρόµιου όπως µεθυσµένη. Κρατήθηκε σε µια κολόνα ηλεκτρισµού για να µη σωριαστεί. Προτού χάσει τις αισθήσεις της κατάφερε να δει ότι ένοχος ήταν ένας νέγρος, και να φωνάξει µε όση δύναµη της απόµενε: “βοήθεια, βοήθεια, µε κλέβουν!”
Φάνηκε τυχερή. Από το πλαϊνό κατάστηµα πετάχτηκε σαν σαΐτα ένας νεαρός κύριος, ψηλός, στιβαρός, δυνατός σαν βουβάλι κι άρπαξε το νέγρο από το στήθος. Είχε τα χείλη σφιχτά, ασάλευτα, το µάτι σκληρό – κάρβουνο αναµµένο, το χέρι µάγγανο.
Κι όµως, ο νέγρος κατάφερε να του δωρίσει µια γερή γροθιά στο στήθος και µια αγκωνιά στην κοιλιά. Ο νεαρός βόγγυξε από πόνο. Βρυχήθηκε καθώς λαβωµένο λιοντάρι. Έσυρε φωνή άγρια, σήκωσε το χέρι του, έκανε την ανοιχτή, µεγάλη σαν πλατανόφυλλο, παλάµη του γροθιά και την άφησε να πέσει όπως κεραυνός και να χτυπήσει µεσόφρυδα το νέγρο. Ο τελευταίος
έπεσε ανάσκελα στο πεζοδρόµιο, δίχως να κινείται, σαν παραφουσκωµένο σακί. Το αίµα, κόκκινη λεπτή κορδέλα, κύλησε στο κατραµένιο πρόσωπό του.
Αµέσως µετά ο νεαρός του παίρνει την τσάντα της, λέγοντάς του: “Φτούσου να χαθείς βροµοακαµάτη, σάπιο αφρικάνικο κρέας” και ταυτόχρονα ήρθε προς το µέρος της. Ένιωθε ακόµη ζαλισµένη. Τη βοήθησε να ανασηκωθεί, που µετά το χτύπηµα είχα σωριαστεί καταγής, της ξετίναξε το αδιάβροχο, της έπιασε το χέρι:
«Νικ Χάρισον λέγοµαι και είµαι Ʃµηναγός της Πολεµικής Αεροπορίας», της συστήθηκε.
«Νατάσα Μάλεβιτς λέγοµαι εγώ, είµαι Ʃέρβα και φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής», απάντησε εκείνη ψελλίζοντας.
Στερνά της πρότεινε να καθίσουν σε γειτονική καφετέρια πενήντα µέτρα πιο κει. Το κορίτσι δέχτηκε. Λίγο νέρο να δροσιστεί και τουαλέτα για να φτιαχτεί τα ήθελε.
Ʃτο µεταξύ ο νέγρος άρπαξε από τα µαλλιά την ευκαιρία που του δόθηκε και το ’βαλε στο πόδι. Έστριψε δεξιά στον παράδροµο. Το σκοτάδι του στενού δροµίσκου και το βουητό της µεγαλούπολης τύλιξαν τον τσαντάκια, που έφευγε σαν ελάφι τροµαγµένο.
Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι στο βάθος της αίθουσας πολύ ροµαντικό!… Προηγουµένως πήγε στην τουαλέτα και περιποιήθηκε τον εαυτό της που είχε το χάλι του. Μίλησαν ώρα πολλή για τα οικογενειακά και για τα επαγγελµατικά τους. Εκείνη είπε ότι η οικογένειά της διαµένει στην Πρίστινα, ότι ο πατέρας της λέγεται Ʃτόγιαν Μάλεβιτς και είναι Αστυνοµικός Διευθυντής εκεί, ότι η µητέρα της λέγεται Ʃβετλάνα και είναι Δηµόσιος Υπάλληλος και ότι η αδελφή της λέγεται Μίρα και είναι παντρεµένη µε Αλβανό που λέγεται Βουκ και που είναι δικηγόρος.
Ʃταµάτησε όσο χρειάζεται κανείς να βρέξει το στόµα της µε δροσερό νερό.
Ʃτη συνέχεια της µίλησε εκείνος για τον εαυτό του και για την οικογένειά του. Της είπε ότι σπούδασε στη Ʃχολή Ικάρων και ότι τώρα υπηρετεί ως ιπτάµενος µε βαθµό Ʃµηναγού στην πολεµική αεροπορία, ότι ο πατέρας του είναι συνταξιούχος στρατιωτικός και η µητέρα του συνταξιούχα εκπαιδευτικός.
Τη µάλωσε ευγενικά στην αρχή που βρέθηκε µόνη, χωρίς συνοδό, σ’ εκείνη την επικίνδυνη περιοχή. Ζήτησε να µάθει στη συνέχεια τι ακριβώς έγινε. Εκείνη του εξιστόρησε τα γεγονότα µε κάθε λεπτοµέρεια. Κι επειδή κατάλαβε από την προφορά της ότι ήταν ξένη, τη ρώτησε από πού είναι και πώς βρέθηκε στην Αµερική. Του είπε ότι είναι Ʃερβα και ότι την έφερε η άκληρη
πρωτοξάδελφη της µητέρας της να σπουδάσει εδώ Αρχιτεκτονική που ήταν τ’ όνειρό της.
Από την αρχή ένιωσαν να γεννιέται µέσα τους βαθιά συµπάθεια. Δεν είπαν τίποτε σχετικό µε το στόµα. Μονάχα µε το µάτι το έδειξαν και πολύ καθαρά µάλιστα! Αν και δεν πίστευαν στον κεραυνοβόλο έρωτα, δέχτηκαν κατάστηθα τη λαβωµατιά του. Η συνάντησή τους εκείνη στάθηκε µοιραία και για τους δυο. Δεν ήταν ένας απλός θαυµασµός, όχι…, όχι!… ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που ένιωσαν, εσωτερικό, ζεστό, γλυκό, υπέροχο!
Και σαν αποχωρίζονταν, αντάλλαξαν διευθύνσεις και τηλέφωνα. Και δεσµεύτηκαν να µη χαθούν. Και δε χάθηκαν. Ʃυναντήθηκαν πολλές φορές. Και η αρχική σπίθα του έρωτα έγινε πυρκαγιά κι έκαιγε τα τρυφερά φυλλοκάρδια τους. Δηµιουργήθηκε ένα αίσθηµα αφάνταστα δυνατό!… Δεν περνούσε µέρα που να µη συναντηθούν. Κι αν τύχαινε και παρουσιαζόταν κάποιο εµπόδιο, τα έλεγαν µε τις ώρες στο τηλέφωνο. Πύρωναν τα τηλεφωνικά σύρµατα κάθε που έπαιρναν στα χέρια τους το ακουστικό.
Ζούσαν έτσι τ’ όνειρο της θεσπέσιας αγάπης τους µέσα σ’ ένα τρελό ερωτικό παραλήρηµα και ρουφούσαν τους χυµούς της νιότης µε ακόρεστη δίψα. Άδειαζαν το ποτήρι της ευτυχίας που τους προσφερόταν ως τον πάτο και δεσµεύονταν µε όρκους αιώνιας πίστης, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έτσι στέριωναν ακλόνητα το αίσθηµά τους στα τρίσβαθα της καρδιάς τους:
«Μόνο ο θάνατος θα µας χωρίσει», της έλεγε εκείνος και το εννοούσε.
«Μόνο αυτός», επαναλάµβανε εκείνη µε την ίδια πίστη.
Γι’ αυτόν η Νατάσα ήταν ένας άγγελος σε σώµα και ψυχή. Κάθε τεραγωνικό εκατοστό του κορµιού της µύριζε θηλυκότητα. Αληθινά ωραία γυναίκα η λυγερόκρµη και αγγελοπρόσωπη Ʃέρβα, µε εκείνα τα λαµπερά, γκριζοπράσινα µάτια, τα κοραλένια χείλη και τα µακριά καστανόξανθα µαλλιά που έπεφταν ανυπότακτα στις πλάτες της όπως φοράδας χαίτη. Είχε,
οµολογουµένως, κάτι το µεσογειακό, το γλυκό κι ελκυστικό!
«Είσαι ένας άγγελος, µόνο που δεν ήξερα ότι υπάρχουν και γυναίκες άγγελοι!» δεν κοραζόταν να της λέει. Και πρόσθετε: «Εάν ήξερα ότι επαναλαµβάνοντας το “σ’ αγαπώ”, δένει το αίσθηµα, θα µάτωναν τα χείλη µου να το λέω.
Και για τη Νατάσα, (αλλά και για κάθε εκλεκτική γυναίκα), ο Νικ ήταν παίδαρος. Είχε τη δύναµη του µυθικού Ηρακλή, την οµορφιά του Άδωνη και την αγιοσύνη Οσίου. Με καλλιέργεια πνεύµατος και ευγένεια ψυχής. Ένας γίγαντας µε παιδική ψυχή!
Μέρες µετά ενηµέρωσαν τους δικούς τους. Και οι δύο πλευρές αντέδρασαν µε ενθουσιασµό στο ευχάριστο. Προγραµµάτισαν να γίνει -κι έτσι έγινε- ο αρραβώνας στη Βοστόνη και ο γάµος στη Ʃερβία. Ένας γάµος παραδοσιακός µε πολλά και ενδιαφέροντα ήθη και έθιµα.
Αθήνα 21 – 1 – 2003
======== * ========