ΛΕΣΒΟΣ:
γράφει ο Σταύρος Ξ. ΒαλτάςΚανένα από τα πλάσματα του Θεού δεν έχει παρεξηγηθεί και δεν έχει συκοφαντηθεί τόσο από τη λαϊκή πρόληψη και δεισιδαιμονία, όσο η κουκουβάγια. Επειδή ζει στις σκοτεινές τρύπες και στους ίσκιους των δέντρων και των τοίχων, έχει άσχημα μάτια και κλαψιάρικη στριγκιά φωνή, γι αυτό έχει φορτωθεί όλη τη λαϊκή αντιπάθεια. “Κουκουβάγιες να λαλήσουν σπίτι του”. Είναι γνώριμη λαϊκή κατάρα, που σημαίνει ξεκλήρισμα. Παλιά λαϊκή παράδοση παραδέχεται πως σε σπίτι που θα ακουστεί φωνή κουκουβάγιας σύντομα θα πεθάνει άνθρωπος. Γι’ αυτό αποκαλείται (όπως και άλλα δυσοίωνα πουλιά) ερημοπούλι, κλαψοπούλι, νεκροπούλι, ευφημιστικά λέγεται και πλούτος ή πληθερό (Άνδρος).Δεν έλειπαν βέβαια, μοιραίες συμπτώσεις όπως τότε, που στα περισσότερα σπίτια των χωριών μας η λάμπα πετρελαίου ή το λουξ θεωρείτο πολυτέλεια. Τις νύχτες σχεδόν όλα τα νοικοκυριά τις περνούσαν με τη θαμπή ανταύγεια της φωτιάς. Μονάχα στα σπίτια που υπήρχε άρρωστος, υπήρχε και φως τις ώρες της νύχτας. Γι αυτό οι κουκουβάγιες ,σαν νυχτόβια πουλιά, που τα τραβούσε το φως, προτιμούσαν τις στέγες των σπιτιών αυτών. Αν τύχαινε να πεθάνει άρρωστος, χαρακτήριζαν τα άμοιρα αυτά πουλιά γρουσούζικα.Για αποτροπή του κακού λέγονται διάφορες κατάρες όπως στα περισσότερα μέρη το: «Το κεφάλι σου να φας», ευφημισμοί (π,χ. στην Κύπρο: «Μελί και γάλα στο στόμα σου»), ή εξορκιστικές επωδές όπως π.χ. στην Κομοτηνή: «Όσα ρέματα περνάς, / μαύρο αίμα να ξερνάς, / ψαλίδι στην ουρά σου, / κόκαλο στο λαιμό σου». Η πρόληψη ότι η κουκουβάγια είναι δυσοίωνο πουλί υπάρχει ήδη στους αρχαίους χρόνους. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία τού Θεόφραστου (Χαρακτήρες 16,8) ότι το συναπάντημα των πουλιών αυτών προκαλούσε στον δεισιδαίμονα ταραχή. Όμοια γράφει και ο Αιλιανός, στο Περί ζώων Ιδιότητος έργο του.Στην αρχαία Ρώμη, κουκουβάγια λέγεται ότι προείπε το θάνατο του Ιούλιου Καίσαρα και πολλών άλλων αυτοκρατόρων.Η κουκουβάγια ήταν γνωστή ως προάγγελος κακών ειδήσεων σε όλη την Ευρώπη, ως σύμβολο του θανάτου και της καταστροφής σε μια σειρά από δημοφιλή θεατρικά έργα και ποιήματα. Ο Σαίξπηρ έγραψε για το προαίσθημα της κουκουβάγιας στο θάνατο του Μάκβεθ και του Ιούλιου Καίσαρα. Επίσης και ο Σερ Γουόλτερ Σκότ την αναφέρει σαν προάγγελο θανάτου σε ποίημά του.Υπάρχει εν τούτοις και μια παράδοση, αντίθετη προς τα παραπάνω. Σύμφωνα με αυτή, θεωρείται, κατά κάποιον τρόπο, ευλογημένο πουλί, γιατί «όταν σταύρωσαν το Χριστό, η κουκουβάγια σήκωσε το φουστάνι και το ‘βαλε στο κεφάλι της και πήγε να παρηγορήσει την Παναγία- και η Παναγία τόσο ευχαριστήθηκε γι’ αυτό, που της έταξε πως θα της στέλνει καθημερινά μικρά πουλιά να ‘χει να τρώει» (Λέσβος Ν. Γ. Πολίτης, Παραδόσεις Α’). Σχετική με την παράδοση αυτή είναι η παροιμιακή φράση «Τού ‘ρθε σαν της κουκουβάγιας το πουλί».Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την κουκουβάγια ιερό πουλί καί την είχαν αφιερωμένη στη Θεά Αθηνά, ως σύμβολο νοήσεως και σοφίας. Σαν τέτοιο παραμένει ως τα σήμερα και αποτελεί το έμβλημα του Πανεπιστημίου. Παλαιότερα τα πηλίκια των μαθητών του Γυμνασίου και οι κονκάρδες , έφεραν σήμα με παράσταση κουκουβάγιας. Δεν είναι επίσης τυχαίο πως επιλέχθηκε (την δεκαετία του 1960), ως σήμα του Ελληνικού Οργανισμού Εκδόσεων σχολικών διδακτικών Βιβλίων. Επίσης προστάτευε το αθηναϊκό εμπόριο και την τιμούσαν με την παρουσία της φιγούρας της στην μία πλευρά των αθηναϊκών νομισμάτων (Αθηναϊκό τετράδραχμο του 5ου αιώνα π.Χ. ) και σήμερα στο κέρμα του ενός ΕΥΡΩ. Επίσημα ή κουκουβάγια ονομάζεται γλαύξ. Το γένος της περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα όποια ή γλαυξ-Αθήνά αφθονούσε κατά την αρχαιότητα στην Ελλάδα και ιδίως στην Αθήνα. Γι΄ αυτό, για όποιον ανέφερε για σπουδαίο νέο κάτι πού ήταν πασίγνωστο, λέγανε τη φράση «Εκόμισε γλαύκα εις Αθήνας». Στην Καλλονή συναντάμε την Μικρή κουκουβαγια – Αθηνά η νυκτία (Little Owl – Athene noctua) είναι πτηνό της μεγάλης οικογένειας των Γλαυκιδών.Κουκουβάγιες εμφανίζονται σε παιδικά τραγούδια, νανουρίσματα, ταχταρίσματα, παιδικά παιγνίδια με τραγούδια, λαϊκά ποιήματα όπως αυτό που συναντάμε στη Καλλονή Λέσβου:Κουκουβάγια ρουδανήπούνι γι άντρας στ’ Καλλουνήτσι βαφτίζ’ ένα πιδίτσι του θέτει ΚουσταντήΚουσταντή Καραβουτσύρ’σήκου, δόμου του πουτήρ’να κιράσου ντου μ’σαφίρντου μ’σαφίρ ντου μπουνταλάντου γαϊδουροτσουφαλάπου πιρνά απ’ του γιφύρ’τσι χτυπά του παραθύρ’Μύθοι παραδόσεις και παραμύθια γύρω από το μέγεθος της, την όρασή της, την πένθιμη φωνή της και την ασχήμια της, υπάρχουν σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ένας αρχαίος μύθος σχετικός με την κουκουβάγια, είναι ο μύθος του Επωπέα και της Νυκτιμένης. Η Νυκτιμένη ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά της Λέσβου Επωπέα. Έγινε ερωμένη του πατρός της ή επειδή είχε ανταποκριθεί στον αιμομικτικό έρωτά του ή και δια της βίας, ένιωσε ντροπή και έφυγε προς τα δάση, όπου η Αθηνά την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια.Η κουκουβάγια απαντά σε πολλές παροιμίες και εκφράσεις, όπως στη γνωστή «Η κουκουβάγια το κουκουβαγέλι της περδικέλι το βαρούσε», με την οποία τονίζεται η αποκλειστική προτίμηση της κάθε μητέρας προς το παιδί της (χρησιμοποιείται στις μέρες μας επίσης και οι έκφραση μαμά-κουκουβάγια για τις γυναίκες που υπερηφανεύονται για τα παιδιά τους). Αυτό βγαίνει από τον μύθο ότι η πέρδικα έστειλε στο σχολείο φαγητό του παιδιού της με την κουκουβάγια, στην οποία παρήγγειλε να το δώσει στο πιο όμορφο παιδί, δηλ. στο περδικόπουλο. Η κουκουβάγια όμως το έδωσε στο δικό της, γιατί αυτό θεωρούσε πιο όμορφο από όλα.Μια άλλη παροιμία μας λέει «άλλα τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουβάγιας» (δηλαδή η διαφορά ανάμεσα σε δύο πρόσωπα / πράγματα / καταστάσεις είναι τόσο μεγάλη, που οποιαδήποτε σύγκριση είναι αδύνατη), πολλοί αδικούν τον έναν πραγματικό φτερωτό φίλο μας, διώχνοντας τον ή σκοτώνοντας τον από άγνοια. Η κουκουβάγια είναι η φτερωτή γάτα, ο ακούραστος συνεργάτης των αγροτών μας στο ξεκαθάρισμα των αγρών, από τους ανελέητους εχθρούς τους, τις κάμπιες, τους γυμνοσάλιαγκους και τα ποντίκια. Φωτογραφία Ελένη Γαληνού: Γκιώνης στους ευκαλύπτους Αγία Τριάδα Καλλονή