ΧΙΟΣ :
Την τελευταία περίοδο, στα ΜΜΕ γίνεται ολοένα και συχνότερα αναφορά για περιστατικά παραβατικότητας εφήβων και νέων και αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για το αν πρόκειται για φαινόμενο που βρίσκεται σε αυξητική πορεία και για τους αιτιολογικούς παράγοντες, με μεγάλο μέρος των σχολιαστών, ωστόσο, να επιρρίπτουν το μεγάλο μέρος της ευθύνης σχεδόν αποκλειστικά στην οικογένεια.
Ως φορέας Πρόληψης, πέραν από τις εξαρτήσεις, στοχεύουμε και στην πρόληψη άλλων επιβλαβών συμπεριφορών, ως εκ τούτου, θα θέλαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα με βάση τα ερευνητικά στοιχεία και την επιστημονική γνώση, ώστε να διαφωτιστούν τα πραγματικά αίτια και να ενισχυθεί ο ρόλος όλων όσοι μπορούν να λειτουργήσουν προστατευτικά.
Με βάση τα στοιχεία που πρόσφατα δημοσιοποιήθηκαν για την Πανελλήνια Έρευνα για την Υγεία των Εφήβων (HBSC) που διεξήχθη το 2022, σχεδόν 1 στους 3 εφήβους έχει εμπλακεί σε βίαιο καβγά, ποσοστό κοντά ή/και χαμηλότερα από τον Μέσο Όρο των χωρών που συμμετείχαν στην ίδια έρευνα διεθνώς, αλλά παρατηρείται και τάση μείωσης από το 2010. Ως προς τον εκφοβισμό, αποτυπώνεται ότι 1 στους 8 εφήβους υπήρξε θύτης και 7,1% άσκησε ηλεκτρονικό εκφοβισμό, ενώ 1 στους 4 ότι υπήρξε θύμα στο σχολείο και 1 στους 10 ηλεκτρονικά· τα ποσοστά εκφοβισμού όλων των μορφών είναι χαμηλότερα στην Ελλάδα από τον διεθνή μέσο όρο· ο σχολικός εκφοβισμός παρουσίαζε μείωση για αρκετά χρόνια, αλλά αυξήθηκε το 2022, ενώ διπλασιάστηκε και το ποσοστό θυτών και θυμάτων του cyberbullying (Φωτίου & συν., 2024). Μια συναφής έρευνα των Γιαννόπουλου & Λεριού (2023) αποτυπώνει παρόμοιο ποσοστό θυμάτων (1/3 παιδιών & εφήβων), καθώς και ότι πιθανότερα θύματα εκφοβισμού μπορεί να είναι κορίτσια, παιδιά από μονογονεϊκές οικογένειες ή διαφορετικής εθνικότητας, συνδέοντας τη θυματοποίηση με τη φτώχεια.
Ως προς την παραβατικότητα, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για το έτος 2022, φαίνεται μεν μια αύξηση κατά 18,8% των εφήβων δραστών [13-17 ετών] κακουργημάτων και πλημμελημάτων συγκριτικά με το 2021, ωστόσο, τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, οι ανήλικοι δράστες δεν ξεπερνούν το 5% του συνόλου των δραστών [ενώ, χαρακτηριστικά, στο ίδιο έτος υπήρξε αύξηση του αριθμού δραστών ηλικίας άνω των 60 κατά 41,8%, οι οποίοι αποτέλεσαν το 17% περίπου του συνόλου των δραστών το 2022] (ΕΛΣΤΑΤ 2023). Υπάρχει λοιπόν μια σαφώς παρατηρούμενη αύξηση, ωστόσο μπορεί να είναι πρόωρο και ίσως επικίνδυνο να γίνεται λόγος για «έκρηξη νεανικής παραβατικότητας». Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μια μορφή «ηθικού πανικού», μια δυσανάλογη προσέγγιση του φαινομένου που θα οδηγούσε σε υιοθέτηση αμιγώς κατασταλτικών μέτρων, δίχως να μελετηθεί αυτό σε βάθος και να εξεταστούν άλλοι παράγοντες (Βιδάλη, 2024· Ζαραφωνίτου, 2015· Νικολαΐδης, 2024).
Κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φαινομένου έχουν να κάνουν με τη συχνότερη εκδήλωσή του σε μεγάλες πόλεις, με τη λεγόμενη «μικρο-παραβατικότητα» [κλοπές, βία προς συνομηλίκους], το λεγόμενο «knife-crime», την αυξημένη εμπλοκή κοριτσιών σε σχέση με το παρελθόν, τη χρήση των κινητών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) για την καταγραφή και διάδοση των πράξεων (Gouga, 2021· Κανάκης, 2024· Μπακούλη, 2024· Μουζάκη, 2022· Παναγόπουλος & συν., 2023· Τσίτσικα, 2024).
Στον δημόσιο διάλογο και στα ΜΜΕ, η ευθύνη συχνά καταλογίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην οικογένεια, στην πανδημία του κορωνοϊού και στην κατάχρηση της τεχνολογίας, με κίνδυνο να αγνοηθούν πολλοί άλλοι παράγοντες και οι σύνθετες σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και ο ρόλος που η οικογένεια, μαζί με την Πολιτεία, το Σχολείο, την Κοινότητα και τους φορείς θα κληθεί να διαδραματίσει στην πρόληψη κι αντιμετώπιση του φαινομένου. Αναφορικά με την πανδημία, προκύπτει από τις εκτιμήσεις των ειδικών ότι ο ιδιαίτερος αντίκτυπός της στα παιδιά και στους εφήβους σε σύγκριση με τους ενήλικες αφορούσε στο ότι στην ηλικία αυτή δεν είχαν ακόμα αναπτύξει τις ικανότητες να διαχειριστούν τις κρίσεις και το στρες που προκύπτει από αυτές ούτε και να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά το τι βιώνουν, ότι υπήρξε αναστάτωση στη σχετική σταθερότητα της καθημερινότητας τους και αποκοπή από πηγές ευχαρίστησης, κοινωνικοποίησης και δραστηριοτήτων τους, με αύξηση της εξάρτησης από τους ενήλικες και υπερέκθεση σε αρνητικές και αγχογόνες πληροφορίες (Γκάτσα, 2021· Dalekou et al., 2023)· οι δε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιδράσεις της στους εφήβους σχετίζονται μεταξύ άλλων και με διαταραχές στη συμπεριφορά και αύξηση της επιθετικότητας, αλλά και με έκθεση σε βία εντός της οικογένειας, ειδικά σε περιπτώσεις που αυτή ήρθε αντιμέτωπη με εργασιακή ανασφάλεια, με διακοπή της σταθερότητας της ζωής τους και αύξηση της ανασφάλειας ακόμα και βλέποντας τον οικείο ως κίνδυνο, με απομόνωση και απομάκρυνση από την υποστήριξη των συνομηλίκων, (την οποία στην εφηβεία ζητά κανείς ακόμα και μέσα σε μια περιθωριακή ομάδα, εάν κι ο ίδιος αισθάνεται περιθωριοποιημένος). Την ίδια περίοδο, το σχολείο, που θα μπορούσε να είναι ένας χώρος ανίχνευσης περιστατικών έκθεσης ενδοοικογενειακής βίας, ήταν κλειστό κι ως εκ τούτου, δεν είχαν την υποστήριξή του, καθώς επίσης απουσίαζε ένας βασικός φορέας πλαισίωσης και οριοθέτησης (Dalekou et al., 2023· Li et al., 2023· Nägel & Krönberg, 2023· Νικολαΐδης, 2024). Στην έρευνα HBSC, το διάστημα 2018-2022 παρατηρήθηκε έντονη επιδείνωση των σωματικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων των εφήβων στην Ελλάδα: 1 στους 3 έχει κακή διάθεση· 1 στους 6 νιώθει μοναξιά και 2 στους 5 άγχος· 1 στους 6 δήλωσε ότι η πανδημία είχε αρνητική επίδραση στις σχέσεις στην οικογένειά του και 1 στους 5 ότι αυξήθηκαν οι καβγάδες κι οι εντάσεις στην οικογένεια (Σταύρου & συν., 2023, 2024).
Ωστόσο, θα ήταν υπερβολή να αποδοθεί το φαινόμενο της αύξησης των περιστατικών παραβατικότητας σε ανήλικους μόνο στην περίοδο των μέτρων εγκλεισμού για την Covid-19, καθώς η πανδημία αποτελεί μία κρίση μέσα σε μια αλληλουχία κρίσεων στην οποία έχει εκτεθεί αυτή η γενιά εφήβων ήδη από την βρεφική της ηλικία: οικονομική, προσφυγική, υγειονομική, γεωπολιτική κρίση, μέσα στην οποία οι οικογένειές τους έχουν βιώσει εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια, με ψυχοκοινωνικές συνέπειες που επηρεάζουν και τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, αλλά και με αποδυνάμωση των δομών υποστήριξης και των θεσμών κοινωνικού κράτους, που αυξάνει το άγχος και την ανασφάλεια και στους γονείς και στους εφήβους, οι οποίοι δεν μπορούν να θέσουν μακροπρόθεσμους στόχους (Gouga, 2021· Παναγόπουλος & συν., 2023· Tσίτσικα, 2024· Νικολαΐδης 2024). Άλλοι παράγοντες παρουσιάζονται σε πρόσφατη έρευνα του ΕΚΠΑ: παρατηρήθηκε απομάκρυνση των εφήβων από το σχολείο, απαξίωση της παιδείας που σχετίζεται και με μια κουλτούρα που καλλιεργείται διαδικτυακά από μερίδα «influencers» για έμφαση στο εύκολο κέρδος, την εμφάνιση και γενικότερα τις άμεσες αμοιβές και στόχους, ενώ εκφράζεται και θυμός με πιθανές πηγές την αβεβαιότητα και τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, καθώς και το έλλειμμα προοπτικής (Τσίτσικα, 2024).
Αναφορικά με την οικογένεια, οι έρευνες δείχνουν ότι σημαντικό ρόλο έχει η οικογενειακή δυσλειτουργία και το αν υπάρχουν έντονες και συχνές συγκρούσεις, η έκθεση σε ενδοοικογενειακή βία και χρήση ουσιών και παραμέληση που οδηγούν σε μειωμένη ικανότητα του παιδιού να διαμορφώνει υγιείς σχέσεις και συνιστούν παράγοντες κινδύνου για τη νεανική παραβατικότητα εάν συσχετιστούν και με τη φτώχεια και τις ελλιπείς κοινωνικές δομές (Aazami et al., 2023). Ακόμα και σε οικογένειες με λιγότερο ακραία προβλήματα, μπορεί να υπάρξουν παράγοντες κινδύνου, όπως η αδυναμία λειτουργίας της οριοθέτησης ή εποπτείας [παθητικότητα ή αυταρχικότητα], τα ασταθή ή δυσλειτουργικά πρότυπα συμπεριφοράς κι επίλυσης προβλημάτων, η έμμεση ενίσχυση αρνητικών συμπεριφορών των παιδιών, η αποστασιοποίηση, η έλλειψη επικοινωνίας ή εγκατάλειψη και οι σοβαρές ψυχικές διαταραχές (Καρδαρά, 2021· Κουρκούτας, 2017). Αν και στην έρευνα HBSC για την εφηβική υγεία αποτυπώνεται ότι παραμένει μεν υψηλό το ποσοστό των εφήβων στην Ελλάδα που είναι εύκολο να μιλήσουν με τους γονείς τους, που νιώθουν ότι έχουν την υποστήριξή τους κι έχουν γονική επίβλεψη, ωστόσο οι δείκτες αυτοί έχουν μειωθεί συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό εφήβων (14%) που δεν είναι εύκολο να μιλήσει με κανέναν γονιό (Σταύρου & συν., 2024). Είναι σημαντικό να αξιολογηθεί αν η μείωση αυτή σχετίζεται με τις αυξημένες ώρες εργασίας των γονέων και την απουσία επικοινωνίας λόγω κατάχρησης της τεχνολογίας.
Η προβληματική συμπεριφορά για τα παιδιά και τους εφήβους μπορεί να επιτελεί πολλαπλούς ρόλους, όπως να αποτελεί διέξοδο ή αντίδραση σε ματαιώσεις που έχουν υποστεί, εκτόνωση αρνητικών συναισθημάτων, τρόπο αποφυγής επίπονων, επώδυνων ή πληκτικών υποχρεώσεων, τρόπο να ελέγξει τις προθέσεις και την υπομονή των άλλων, αποτροπή των συγκρούσεων των γονέων με το να τους ωθεί να επανεστιάσουν στο παιδί και άμυνα ενάντια σε φόβους και ανασφάλειες, όπως τον φόβο απόρριψης. Για την κάθε περίπτωση λαμβάνονται υπόψη και ατομικοί παράγοντες, από το ιστορικό του εφήβου, όσον αφορά την έκθεση σε βία ή κακοποίηση, που απορρυθμίζει τα συναισθήματα, αποδυναμώνει τον αυτοέλεγχο και οδηγεί σε υιοθέτηση επιθετικών συμπεριφορών ως τρόπο άμυνας ή προσαρμογής, η ταύτιση με επιθετικά πρότυπα, ελλείμματα στην ενσυναίσθηση ή στις ικανότητες διαχείρισης ματαίωσης, επίλυσης συγκρούσεων και της κοινωνικοποίησης, η παρορμητικότητα, η σχολική εγκατάλειψη και η χρήση ουσιών, ως μέρος ενός συστήματος συμπεριφορών επικινδυνότητας που η μία αυξάνει τον κίνδυνο για τις άλλες (Besag, 1989· Κουρκούτας, 2017· Τσιώτρα & Κυρίτση, 2010· Φωτίου & συν, 2024). Ωστόσο, οι ατομικοί παράγοντες κινδύνου δεν εμφανίζονται αποκομμένοι από τους υπόλοιπους (οικογενειακούς, κοινωνικο-οικονομικούς, κα).
Άλλα αίτια που έχουν ενοχοποιηθεί για την επιθετική συμπεριφορά σε νεαρά άτομα σχετίζονται -μεταξύ άλλων- με τις κοινωνικές ανισότητες, την κοινωνική μειονεξία και αποστέρηση [το να ανήκει κανείς σε μια μη προνομιούχα κοινωνική ομάδα], με τους νόμους και τις πολιτικές, ειδικά όσους σχετίζονται με την εκπαίδευση και την κοινωνική προστασία, με τη δυσμενή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση μιας χώρας, τους χαμηλούς μισθούς, την ανεργία, την κοινωνική αποδιοργάνωση, την ανομία, τη χαλάρωση των κοινωνικών δεσμών, τις πολιτισμικές νόρμες κι αξίες, δηλαδή πόσο μια κουλτούρα ενθαρρύνει τη συνεργασία ή τον ανταγωνισμό και αν αντιμετωπίζει τη βία ως αποδεκτό τρόπο επίλυσης προβλημάτων, με την πληθυσμιακή συγκέντρωση [αστικοποίηση και διαβίωση σε συνωστισμό], την ύπαρξη υποκουλτούρας βίας και ομάδων όπου αυτή νομιμοποιείται ως τρόπος ζωής και που σε αστικά περιβάλλοντα παίρνουν τη μορφή συμμοριών, την επίδραση των ΜΜΕ με την απεικόνιση της βίας στις ειδήσεις και σε προγράμματα μυθοπλασίας που, εντέλει, απευαισθητοποιούν τους νεαρούς θεατές και με την άρση αναστολών και απανθρωποποίηση του θύματος που συντελείται σε πλαίσια οπαδικής βίας [χουλιγκανισμού] (Hogg & Vaughan, 2010· Gunuboh, 2023· Καρδαρά, 2021· Μουζάκη, 2022).
Επιπρόσθετα, στη γενιά αυτή, ειδικά μετά την πανδημία χρειάζεται να διερευνηθεί περαιτέρω και η εξοικείωση με το βίαιο περιεχόμενο μέσω των παιχνιδιών, των ιστοτόπων ενήλικου περιεχομένου, σειρών, ταινιών και της μουσικής, μέσω των οποίων μπορεί να εξυμνούνται βίαιες πράξεις και να συντηρούνται έμφυλα στερεότυπα, καθώς ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία έχουν στραφεί τα παιδιά και οι έφηβοι: φαίνεται μεταξύ άλλων μια τάση να ενισχύονται μισογυνικές, ρατσιστικές και γενικότερα επιθετικές συμπεριφορές (Botto & Gottzen, 2023· Hohner et al., 2024· Jones, 2024· Κακούρης & Κάμτσιος, 2024· Μουζάκη, 2022· Τσιτσικά, 2024· Weimann & Masri 2020). Οι τάσεις αυτές πιθανότατα σχετίζονται και με την παράλληλη αυξητική τάση στην προβολή πολιτικών ομάδων και μορφωμάτων που επικροτούν τη βία και το ρατσισμό, που φυσικά αφορούν μόνο μία μερίδα των εφήβων και νέων (Αφουξενίδης & συν, 2021· Κολτσίδα, 2023).
Στη συζήτηση για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας, συχνά επικρατεί ως πρόταση από την Πολιτεία και στα ΜΜΕ η τιμωρία και τα κατασταλτικά μέτρα. Η χρήση τιμωρίας ενέχει τον κίνδυνο να «νομιμοποιήσει» στους εφήβους τη χρήση τιμωρητικών μεθόδων εκ μέρους τους ως τρόπο επιβολής τους, αλλά και να επιφέρει πρόσθετα ψυχοκοινωνικά προβλήματα στους ίδιους (Gershoff, 2002· Lytton 1997· McCord 1991, 1997)· η δε τιμωρία δίνεται αφού μια συμπεριφορά ήδη ενισχύεται, άρα μπορεί απλώς να μειώσει προσωρινά τη συχνότητά της όσο παραμένουν οι παράγοντες που τη διατηρούν, και στην ουσία διδάσκει στο παιδί τι να μην κάνει, γενικεύει μια τάση αποφυγής, αυξάνει αρνητικά συναισθήματα, όπως το θυμό, και την επιθετικότητα που μπορεί να μεταθέσει σε άλλο στόχο (Κλάδη-Κοκκίνου, 2022· Μέλλον, 2008· Sidman, 1989). Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή μεθόδων τρομοκράτησης εφήβων ή εστίασης σε κατασταλτικά μέτρα έδειξαν ότι δεν ήταν τα αναμενόμενα, εφόσον δεν έγινε καμία παρέμβαση στους άλλους παράγοντες κινδύνου και δεν ενισχύθηκαν οι προστατευτικοί παράγοντες (Petrosino et al., 2000, 2013· Young et al., 2017).
Η εναλλακτική ωστόσο δεν συνεπάγεται την πλήρη απουσία συνεπειών για τον εκάστοτε παραβάτη και ανάλογα με την πράξη, αλλά αυτές να αφορούν στις λεγόμενες φυσικές και λογικές, συνέπειες στο πλαίσιο της επανόρθωσης, δηλαδή του να αποκαταστήσει μια ζημιά ή να διορθώσει ένα σφάλμα, παρά να του επιβληθεί μια «εξοντωτική» τιμωρία, δεδομένου ότι η προσπάθεια είναι ο έφηβος που είχε αυτή τη συμπεριφορά να μην παραμείνει σε ένα «μονοπάτι» που θα τον διατηρεί σε ανάλογα πλαίσια και δραστηριότητες (Κουρκούτας, 2017· Μαλλούχου, 2021) και φυσικά προέχει η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, με στόχους, ικανότητες να διαχειριστεί δυσκολίες, δεξιότητες επικοινωνίας και διαπροσωπικές, για την καλύτερη κοινωνικοποίησή του, καθώς και στόχευση σε παράγοντες πέρα των ατομικών [οικογένεια, συνομήλικοι, σχολείο, κοινότητα, κοινωνία, Πολιτεία], ώστε να διαδραματίσουν προστατευτικό ρόλο (Aazami et al., 2023· Γιαννόπουλος & Λεριού, 2023· Fonagy, 2012· Νόβα-Καλτσούνη, 2004· Μουζάκη, 2022· Σταύρου & συν., 2023· Φωτίου & συν., 2024). Είναι χαρακτηριστικό ότι η έρευνα των Γιαννόπουλου & Λεριού (2023) καταλήγει ότι ένα από τα σημαντικότερα μέτρα για την αντιμετώπιση του εκφοβισμού είναι η επιλογή πολιτικών αντιμετώπισης της φτώχειας.
ΓΡΑΦΕΙ: Στράτος Τσουκάρης
Κλινικός ψυχολόγος, στέλεχος του Κέντρου Πρόληψης Χίου ναυτίλος