ΛΕΣΒΟΣ:
γράφει ο Ανδρέας Κωνσταντίνου Θυμήθηκα μια ιστορία… Κάποτε, ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας μας κάλεσε όλους σε μια μεγάλη σύσκεψη. Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι, ευθυτενή, με τα χέρια διπλωμένα μπροστά μας, έτοιμοι να δηλώσουμε ομόφωνα υποστήριξη στο σχέδιο του αφεντικού. Ή τουλάχιστον, έτσι φαινόταν.Καθώς καθόμουν εκεί, παρατηρούσα τα βλέμματα των συναδέλφων μου. Κάποιοι είχαν μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό, άλλοι έδειχναν αδιάφοροι, με το μυαλό τους να ταξιδεύει σε άλλες συμφωνίες που δεν είχαν ανάγκη από επίσημη υπογραφή. Η αίθουσα ήταν γεμάτη λέξεις όπως «όραμα», «ανάπτυξη» και «ομοφωνία», αλλά η σιωπή ανάμεσα στις λέξεις μιλούσε πιο δυνατά από κάθε λόγο.Ο ιδιοκτήτης μιλούσε για το πιο πολύτιμο κομμάτι της εταιρείας –ένα φιλέτο που όλοι γνωρίζαμε ότι καθόριζε την καρδιά της επιχείρησης. Δεν ήταν το μεγαλύτερο έργο ούτε το πιο εντυπωσιακό, μα η στρατηγική του αξία ήταν αδιαμφισβήτητη. Κάθε απόφαση που αφορούσε αυτό το κομμάτι φαινόταν να περνάει μέσα από εμάς, τα στελέχη. Κι όμως, χωρίς να το ξέρει, πολλά από τα χέρια που σηκώνονταν για να δηλώσουν «ναι» είχαν ήδη δεχθεί, αθόρυβα, αμοιβές και υποσχέσεις από έναν ισχυρό αγοραστή που περίμενε υπομονετικά.Κι εδώ μπαίνει η φιλοσοφία των πραγμάτων: οι πιο σημαντικές συμφωνίες δεν γίνονται ποτέ σε ανοιχτά τραπέζια ή μπροστά σε κοινό. Γίνονται στις σκιές, εκεί όπου οι άνθρωποι ζυγίζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα με τις αξίες τους. Κι όπως σε κάθε οργανισμό, έτσι και στην κοινωνία, τα «ναι» των πολλών μπορεί να είναι απλώς η σκηνή, η ψευδαίσθηση μιας ενότητας, ενώ η πραγματική εξουσία κινείται αλλού, αθόρυβα, σε λογαριασμούς, σε συμφωνίες που δεν ακούγονται.Καθώς η συνεδρίαση προχωρούσε, η αίσθησή μου ήταν σα να παρακολουθούσα ένα βαρετό παιχνίδι σκακιού που ήδη γνωρίζαμε το νικητη. Ο ιδιοκτήτης πίστευε ότι έλεγχε τις κινήσεις, εμείς οι διευθυντές συμφωνούσαμε φωναχτά, αλλά ο πραγματικός αγοραστής είχε ήδη τοποθετήσει τα πιόνια του, και οι σιωπηλές κινήσεις του καθόριζαν το αποτέλεσμα. Τα έργα που εγκρίναμε, οι αποφάσεις που φαινόταν να παίρνουμε, ήταν στην ουσία «χαρτιά» που αποζητούσαν να δέσουν τη δική μας πίστη, ενώ η καρδιά της εταιρείας είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει χέρια.Σκέφτηκα τότε πως η μεγαλύτερη μάχη δεν είναι ποτέ για τα κτίρια ή τα έργα, ούτε για τα συμβόλαια που μετράμε σε εκατομμύρια. Η μεγαλύτερη μάχη είναι για τις ψυχές των ανθρώπων· για την ικανότητά τους να παραμένουν πιστοί σε μια αρχή, ή να την παραδίδουν αθόρυβα, για τα πρώτα τους κέρδη. Και τα χρήματα που κυλούν απαρατήρητα είναι πιο ισχυρά από κάθε λόγο, πιο δεσμευτικά από κάθε όρκο.Και για την ιστορία, η εταιρεία μετά από μερικούς μήνες χρεοκόπησε, το φιλέτο της πήγε στον αγοραστή που λέγαμε και πιο πάνω, και ο ιδιοκτήτης της εταιρείας την έκανε για άλλα μέρη…Αναλογιζόμενος σήμερα, μου ήρθαν όλα αυτά ξανά στο μυαλό, με αφορμή μια συνάντηση ομοφωνίας στη Μυτιλήνη…